Χαοτικος Ρομαντισμος

Κεφαλαιο 1

2014-03-23 22:55

Γύρισε πλευρό και τρεμοπαιξανε τα βλέφαρα του . Μια φεγγαρακτίδα γυάλισε πάνω στην ασημένια κλωστή απ΄το σάλιο του , την κλωστή που ένωνε το τρυφερό του σώμα με τις πεδιάδες των ονείρων του . Εκεί που έτρεχε, τι λέω έτρεχε , πετούσε , πάνω, δίπλα, μέσα στα πράγματα που τον τριγύριζαν και του μιλούσαν .
Οι πέτρες του έλεγαν για τις σταγόνες το νερό που έτρεχε στην πλάτη τους, πιότερο τον χειμώνα και τις πάγωνε, παρά το καλοκαίρι που ψηνόντουσαν κι είχαν ανάγκη ως και την πρωινή δροσιά που έσταζε, λιγοστή, την κάθε αυγή απ’ τον ιστό της αράχνης. "Ανάποδα πράματα", μουρμούριζαν . Τα έμβια απ την αλλη, απο το πιο κοντά στο χώμα φυλλαράκι, μέχρι και τα θεόρατα τέρατα που στοίχειωναν τους εφιάλτες του, του τραγουδούσαν τις δυσκολίες της ζωής τους , καθένα με τον τρόπο του .
"Σοφά πράματα" μουρμούριζαν κι όλα ήταν Ζωντανά . Ο Θάνατος είχε κρυφτεί . Ο θάνατος δεν φαίνονταν πουθενά στα πρώιμα μάτια του . Ήταν απών, αρκεί να μην κατέβαινε κανείς την ασημένια σκάλα του σάλιου του . Ο θάνατος ήταν απών στα όνειρα του μα ήτανε παρών δίπλα του . Ειχ’ έρθει η ώρα της γριάς βάβως, της γιαγιάς του και, η καψερή, τα τσίτωνε δίπλα του, ήσυχα κι αθόρυβα . Μονο ένα σιγανό, παραπονεμένο, ρέψιμο έφυγε κάποια στιγμή από μέσα της, μαζί με την ψυχή της και σκόρπισε ένα γύρω,  αφήνοντας για τα σκουλήκια το άδειο πια κουφάρι .
Εκείνη την νύχτα του Ιούνη, ο Νίκος ορφάνεψε κι απ’ τον τελευταίο κρίκο των γεννητόρων του . Σκάρτα δέκα . Κι ακόμα δεν το ήξερε ! Το έμαθε σιγά σιγά την άλλη μέρα, πιότερο απ’ τα λόγια των άλλων που κατέφτασαν νωρίς το απόγεμα, παραξενεμένοι που ο μικρός είπε στον φούρναρη να του δώσει ψωμί χωρίς λεφτά, γιατί η γιαγιά του κάτι έχει και δεν κουνιέται και πως νομίζει πως πέθανε, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι ακριβώς λέει .
Μια το μεσημέρι .
Κατά τις τρεις κατέφτασαν, συν δυο συν τρεις, ξέροντας σχεδόν απ’ τα πριν τι θα βρουν κι ότι περίμεναν βρήκαν . Τον Νίκο να παίζει ανέμελα στο πατάρι, με κάτι κορδόνια και κάτι φτερά του κόκορα, και την γρια , παγωμενη πια, ανάμεσα στα ψίχουλα του μαύρου ψωμιού του χτεσινού που , σε μια έκρηξη μεγαλοψυχίας – απρόσμενης ειν’ η αλήθεια –  τον φίλεψε ο φούρναρης κι ύστερα έβγαλε την αλευρωμένη του ποδιά , κατέβασε τα ανασκουμπωμένα μανίκια, φώναξε της κυράς του «Εχε το νου σου μωρή» και ξεπόρτισε για τον καφενέ . Διέταξε ούζο ορεχτικό – σκέτο κατά τα άλλα – και πλαταγίζοντας την γλώσσα του, μετά την πρώτη ρουφηξιά και φτύνοντας τα κουκούτσια απ’ τις σταφίδες που ξέκλεψε νωρίτερα απ’ το σταφιδόψωμο, είπε με επίσημη – κατάλληλη της περίστασης – φωνή :
_ Η βάβω μας άφησε χρόνους λέω και τους μετέφερε τι του είπε το παιδί, μόλις πριν από πέντε λεφτά .
_ "Αι την καψερή",  είπανε με μια φωνή ο καφετζής με την γυναίκα του . Θιος σχωρεσ’ την την γρια .
Ο χωροφύλακας με τον δάσκαλο πίνανε κι αυτοί ουζάκι, πριν το μεσημεριανό φαΐ και ο δάσκαλος διάβαζε δυνατά την «Ακρόπολη», για να μαθαίνει και το Όργανο τίποτα ειδήσεις και να βλαστημάει την ώρα και την στιγμή που δεν τον έστειλε ο πατέρας του σχολείο, να μπορεί να διαβάζει μοναχός του τα νέα, να ξεστραβώνεται, γιατι δεν πολυέχει εμπιστοσύνη σ’ αυτόν τον ... δάσκαλο . Μοιάζει για κουμμουνι, σκεφτότανε σιωπηλά και, ποιος ξέρει τι σκατά θα με ταΐζει, διαβάζοντας μου την εφημερίδα καταπώς εκείνος γουστάρει . Πιο πολύ ωστόσο τσαντιζότανε που ο δάσκαλος δεν εννοούσε να τον μάθει την αλφάβητα , προφασιζόμενος διάφορα, μα η αιτία ήταν που δεν τον συνέφερε – τον δάσκαλο – να χάσει την εξουσία που ασκούσε πάνω στην ... «Εξουσία» .
Κατουριότανε στα γέλια – ο δάσκαλος – κάθε φορά που ο χωροφυλαξ έβαζε πρεσβείες, μια τον παπά, μια τον κοινοτάρχη, μια τον έναν, μια τον άλλον, να του πουν να μάθει στο Όργανο δυο κολλυβογράμματα,  να πάει στο διάολο να πάει, για πράμα !!   Κι αυτός – ο δάσκαλος – κάθε φορά έβρισκε την ευκαιρία να πει το παραμύθι του . Πως ταχα μου να τις προάλλες έκατσε να του ξεκινήσει το μάθημα – πράμα που ήταν αλήθεια – και , ούτε λίγο ούτε πολύ – ο χωροφυλαξ – ήθελε να μάθει "γιατί το κάθε γραμμα το γράφουμε έτσι όπως το γράφουμε" και άλλα τέτοια βλαμμένα . Κι ύστερα ξεστράτιζε την κουβέντα, χωρίς να φεύγει από το θάμα του – ο δάσκαλος – και έλεγε για το "πόσο βλάκας πρέπει να είναι κάποιος που, μη ξέροντας να γράφει και να διαβάζει, ήθελε να μάθει πρώτα γιατί τα γράμματα είναι όπως είναι . Κι όταν του λες «Ο Θεός» μοιάζει, μια στιγμή, να καταλαβαινει πως δεν πρέπει να ρωτάει, μα την άλλη στιγμή, ξανά μανα τα ίδια . Αυτό το τελευταίο, το έλεγε με αυξανόμενη ένταση για να προετοιμάσει το ακροατήριό του για το τελικό κρεσέντο που θα του έδινε την νίκη και το άλλοθι που γύρευε πάντα, για να διατηρεί την εξουσία του . «Ας’ τον να πάει στο διαλο ο παλιοβλακας» και γυρνώντας στητός – ο δάσκαλός – αποχωρούσε απ’ το προσκήνιο αφήνοντας πίσω του το άρωμα της ήρεμης αυθεντίας .
Κάτι ψιλοσήκωσε τα φρύδια του κι ο πάπας σαν άκουσε το νέο για τον θάνατο της βάβως  , αλλά ήτανε πολύ τεμπέλης και αρκετά λάγνος, για να αποσπάσει την προσοχή του από τα βυζιά της καφετζούς και απ’ το παιχνίδι που του έπαιζε, εδώ και κάτι μήνες, ύστερα από μια ξομολόγηση, που μόνο ένας θεός ξέρει τι του είπε του άμοιρου – του πάπα – και του είχε ξυπνήσει μέσα του τον διάολο, μ’ ακονισμένα τα κέρατα κι ετοιμοπόλεμο, με τα χέρια βουτηγμένα στον βούρκο της ηδονής και της έκστασης (έτσι τα έλεγε από μέσα του, εκείνη την ώρα ο πάπας ) καθώς πήρε κάτι να αργοσαλεύει στα αχαμνά του και όταν ο καφετζής  έσκυψε να στρίψει τσιγάρο, της έπαιξε το μάτι με νόημα . Εκείνη πάλι, αποστρεψε το βλέμμα της, νοιώθοντας τον ταύρο που ξύπναγε μέσα στον μαυροφορεμένο άντρα και μια τον ποθούσε σαν τρελή και μια της κόβονταν τα πόδια, για το αμάρτημα που γεννοβολούσε μέσα της τούτος εδώ ο δασύτριχος, βαρβάτος σερνικός που ποιος ξέρει, πως και γιατί  αποφάσισε να ντυθεί το σχήμα και να κρύψει κάτω απ΄ το ράσο τις τρομερές επιθυμίες που, αδηφάγο το κορμί του γεννούσε κάθε φορά που έπεφτε στο διάβα του νόστιμο θηλυκό . Και τούτη εδώ παρά ήτανε νόστιμη και δροσερή, μα πάνω απ’ όλα, κακοπαντρεμένη με τον τσιφούτη τον καφετζή που κρυφά (όλο το χωριό βέβαια το ήξερε για ευνοήτους λόγους) έκανε και τον τοκογλύφο, ο αλιτήριος, θησαυρίζοντας απ’ την ανάγκη των άλλων . Ύστερα πάλι, σκέφτηκε – ο παπάς – πως και που πέθανε η βάβω, διάφορο δεν θα ‘χε , - τι ‘ναι ο κάβουρας τι ‘ναι το ζουμί του – που λέει ο λόγος – αφού από φτωχό τι να περιμένει κανείς ! πάλι θα έκανε το τρισάγιο αγγαρεία και θα μπλεκότανε και σε γραφειοκρατίες, μιας και απ’ την κοινότητα θα εισέπραττε τις λίγες δραχμές που το κράτος έδινε για τις κηδείες των άπορων . "Σκατοτοπος θε μου σχωρα με , σκατοτοπος", σκέφτηκε, καθώς αργοσαλευε το κορμί του για να βολέψει καλύτερα τα αχαμνά του, που ‘χανε ξυπνήσει πια για τα καλά, πιο πολύ απ’ του μυαλού του το ξεδιάντροπο παιχνίδισμα, παρά απ’ τ’ αχνό χαμόγελο που του αντιγύρισε η καφετζού  .

Ο μικρός έπαιζε στο πατάρι όταν έφτασαν οι πρώτοι και κανείς δεν νοιάστηκε να τον ψάξει . Κουρνιασε σε μια γωνιά αθέατος και έστησε αφτί ...
Πρώτος μπήκε ο δήμαρχος . Οι άλλοι κοντοστάθηκαν στην εμπασιά κάνοντας κύκλο . Βλέμματα κρυφοκοιτουσαν .
"Την βρήκα" φώναξε κι ευθύς, πρώτος ο χωροφύλακας κι ύστερα όλοι οι άλλοι μπήκαν σιγα ακροπατώντας, με βήμα της περίσκεψης, στο παλιό σπίτι .
Ο χωροφύλακας πλησίασε αργά , στάθηκε για μια στιγμή πανω απ το πτώμα και μετά , με μιαν απότομη κίνηση, τράβηξε από την τσέπη του χιτωνίου του έναν μικρο καθρέφτη . Τον σήκωσε ψηλά και τον έδειξε στην ομήγυρη ψιθυρίζοντας κάτω απ το μουστάκι του σχεδόν και χαμογελώντας ηλίθια "Για ώρα ανάγκης" την στιγμή που όλοι τον είχαν δει πολλές φορές να τον χρησιμοποιεί για να στρώνει το μουστάκι του !
Πνιχτά γελάκια ακούστηκαν τριγύρω αλλά έσβησαν γρήγορα .

Κατόπιν τον πλησίασε στην μύτη και στο στόμα της γιαγιάς που μισάνοιχτο έχασκε στο άπειρο . Περίμενε λίγο κι ύστερα, εξετάζοντας τον προσεκτικά, απεφανθει : "Επισήμως δηλώνω κι είσαστε όλοι μάρτυρες πως η γρια είναι νεκρή" . Έκρυψε τον καθρέφτη και το βλοσυρό του βλέμμα και γυρνώντας σαν μαριονέτα, απομακρύνθηκε αφήνοντας τον παπά και τις γυναίκες να φροντίσουν για τα υπόλοιπα !
Σε μισή ώρα είχανε γίνει όλα ! Ο παπάς έψαλε το τρισάγιο "υπέρ αναπαύσεως" , οι γυναίκες ράντισαν με κρασί και λεβάντα το λείψανο και δεν απόρησαν καθόλου διαπιστώνοντας πως η καλή γριούλα φορούσε τα σάβανα της κατάσαρκα . Το ήξεραν εδώ και πολύ καιρό . Τους το ειχε πει η ιδια !

(Συνεχιζεται)

Αναζήτηση στο site

Επαφή

Χαος και Λογος