Χαοτικος Ρομαντισμος

Νέα

2014-11-13 14:25

Μερες του ' 73

Ο Τζων Λένον με κοιτάζει ειρωνικά
Η Στουρναρη ακόμα καίγεται φριχτά
Η Μαργαρίτα μου μιλάει για Γκογκολ
και τα Valium με έχουν βγάλει γκολ 
 
Σκοτεινές οπτασίες με την όψη θολή 
τα φτωχαδάκια πεινάνε και η σκέψη τρελή
της Αύρας* ο ήχος που με συνεφερνει
Στου Μαρξ την γενειάδα σε βλέπω κριμένη
 
Για πέταμα είν' τώρα όλοι οι ... αρχηγοί 
κι ο κόσμος ματαίως προσμένει
τον νέο "αρχηγό" που δεν λέει να φανεί 
κι μάζα μουγκραει αγανακτισμενη
 
Στον διάολο η μεγάλες τρελές έννοιες μου 
στην μπόρα του κόσμου ποιος λεει να γενεί
αυτός που δικές μας  αμαρτίες θα σέρνει ;
Εγώ ; η Εσύ ; η Εσύ ; η Εσύ ; ...
 
Με πηρ' ο ύπνος κι έγειρα 
και στ' όνειρο μου σ' έδειρα 
Άραγε πόσο θα σ' αντέξω ;
Το τηλέφωνο χτυπάει για να τρέξω ...


* Αυρα : Ετσι λεγαμε τοτε τα ειδικα οχηματα που πεταγανε νερο με πιεση στους διαδηλωτες 
2014-09-09 10:06

Η Μπαλάντα της χαμένης μας νιότης



Λέμε ψέματα που φαίνονται γι αλήθειες

Λεμ’ αλήθειες που δεν είναι πιστευτές ,

Τα παιδιά που πήγαν στα χαμένα

μας φωνάζουν και μας δένουν  με το χτες

 

Κι όμως γυρίζουμε στου κόσμου τα σοκάκια

με τις κονκάρδες της βλακείας βιολετιές

και προσπαθούμε ν αφήσουμε σημάδια

όλα τελειωσαν κι εσύ λεγε ο,τι θες

 

Βλέπω να φεύγεις πάντα μέσα στ’ όνειρό μου

μεσ’ σε ένα κόκκινο τετράθυρο «γιατί»

και τα σκυλιά να αλυχτάνε μεσ’ στην νύχτα

κι εμείς ζευγάρι σ’ ένα σκοτεινό γιαπί

 

Με τον Αλέξη, τον Γιωργάκη, τον Αντρέα

για αισθηματάκια της δεκάρας να μιλάν

για τα τσογλάνια που τα τρώει ο πισινός τους

κι η τηλεόραση τα δειχνει σε γκρο πλαν

 

Χειροκροτηστε με ξανά και ξανά

τούτα τα λόγια τα ‘γραψα στην τουαλέτα

η μουσική τους είναι σίγουρα κλεμμένη

και αγγελούδια τραγουδάνε Ωσαννα  

2014-06-27 23:06

ΦΙΛΟΙ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΝ

 

 

Φίλοι που πέρασαν,

χαρές μας κέρασαν

κι ύστερα χάθηκαν στην άκρη της ανάμνησης,

που μας προδώσανε

- πόλη που αλώσανε -

μοιάζει να μένει η φτωχή μας η καρδιά.

 

 

Φίλοι που πέρασαν,

μέσα μας γέρασαν

και μας φιλέψανε ρυτίδες και παραίτηση

μα εμείς συγχώρεση

σ ένα μινόρε si

κι ας είναι τούτη η στερνή μας η ζαριά.

 

 

Ο δρόμος είναι της ζωής

κι ο νόμος της υπομονής,

που φέρνει της ψυχής τη γιατριά.

Σαν γέρος μοιάζει ο θυμός

που πάει σκυφτός και μοναχός,

μες της βροχής τη γκρίζα ερημια.

2014-05-29 12:29

ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ;

Ξέρεις τι είναι η Ζωή?
- ρωτά ο Σινταρτα το ποτάμι –
Κι εκείνο τ’ αποκρίνεται

Ειν’ ο καθένας από εσάς κι ένας θεός
Κρύβει την δύναμη, π’ αυτήν μόνο σας έδωσε,
Προίκα στο γάμο σας με την ζωή, η μάνα που σας γέννα
Μα μην χαμογελάς, εδώ δεν τελειώνεις
Θα έρθει κάποτε η στιγμή που ύστατη την λέμε
Όπου δεν είναι άνθρωπος να μην τηνε γνωρίσει
Κι όλοι θα ταξιδέψετε
στο μονοπάτι της σιωπής, κάτω από κλαίουσες ιτιές
ενώ τα πόδια σας γυμνά, ανάερα,
λουλούδια ασφοδελου θα να χαϊδεύουν

Πριν όμως
Κάποια στιγμή στα ξαφνικά σ’ όλους συμβαίνει κάτι,
Το ίδιο που έκανε κι εσέ τα πλούτη σου ν αφήσεις
Και της γυναίκας το ζεστό κορμί, το μαλακο κρεβατι,
τις ηδονές και το κρουστό μετάξι
Κι ήρθες εδώ εμένα να ρωτήσεις
Κι εσύ που τόσο κοπιασες να φέρεις τάξη
Εκεί που χάος έζησες ως τότε
Μια χειροπεδα , η αισθηση της κρυας αλυσιδας 
Και να που στεκεις ενεός μπροστά στον δικαστή σου

Άναψε το κερί και ορθώσου εμπρός του
χωρίς ψεγάδια την ψυχή σου ο φόβος να στολίζει
γνωρίζοντας πως δίκαιος για να ‘ναι,
αυτός πρέπει τον φόβο να ‘χει σύντροφο και μόνο οδηγό του.
Απολογήσου.
Κοίτα στα μάτια τον πατέρα σου
και οίκτος μην χαράξει την ματιά σου
Αν θέλεις να 'ναι δίκαιος με σε
Δίκαιος πρώτα να ‘σαι συ με τα παιδιά σου

Μη λυπηθείς όταν θα δεις τα έργα σου ο γιος σου να γκρεμίζει
Έχε την πίστη σου σ αυτόν
Αν εριξες θεμέλια γερά , πάνω σ αυτά εκείνος θα να χτίσει
Με την ανάγκη του οδηγό
και συλλογισου
Αυτός και τα παιδιά του είναι στον Χρόνο πιο μπροστά
Εσύ κανε στην άκρη , Χαιρου γι αυτό, να ξαποστάσεις σε καλώ
Αν νέο σπίτι θέλει να χτιστεί - η ανάγκη θα το δείξει –
Πρέπει να πέσει το παλιό
κι αν ολα τα 'κανες σωστά , και με βαθιες τις βασεις
Το Νέο θα σταθεί ορθό κι εσύ αθώος θα κριθείς

Kι αν ειναι το ανεπίτρεπτο πολλες φορες εκείνο
που δύναμη να πας εμπρος σου δίνει, μην διστασεις
να συνεχίσεις από εκεί που τέλειωσε αυτός που τώρα εμπρός του στεκεις
Άντεξε - αν θες να ζήσεις Λεύτερος - την κρίση του  
και με Αγάπη δειξ’ του
Ο δρόμος δεν τελειώνει εδώ, μα από εδώ αρχίζει.

Εμπρός του στάσου το λοιπόν
Σπαθιά να ‘ναι η ματιά κι ο νους γοργός
Όλα ετούτα με σοφία να ζυγίσεις
Και να αποφασίσεις αν στην υπόλοιπη ζωή σου θα ευτυχίσεις
Και μείνε εδώ σιμά με στοχασμό να με θωρείς
Όπου στην κοίτη μου κυλώ μα πάντα αλλάζοντας την
Δέξου την φώτιση
κι αν φωτισμένο θα σε πουν μην ξαστοχήσεις
Δεν ήτανε ποτέ αυτό προορισμός σου
Για να ρωτάς γεννήθηκες
Και σπλαχνικά τα εγκόσμια να δίνουν απαντήσεις

Ετούτα ακούστηκαν αχνα
Σαν ρωτησ’ ο Σινταρτα το ποτάμι
σε χρόνους μακρινούς ...

2014-04-27 12:00

Η Αληθεια της Αληθειας

Απ’ όλους τους ανθρώπους που αγαπώ

ζητώ συγνώμη .

Γιατί πολλους  επληγωσα γυρεύοντας

 – πολλες φορες εις ματην –

Αληθεια !!

Της Αληθειας την Αληθεια ;

 – πολλές φορές εις μάτην –

Μα τούτο το ‘μαθα καλά :

Ειν’ ο χαλκάς που πάνω του κάποια στιγμή

Το έχει σου για πάντα θα κρεμάσεις ,

τέτοιος που τον επιστεψες .

Ζητάει μονάχα σύνεση

και θέληση μεγάλη ,

κάπου για πάντα να πιαστείς

Κι αν κάνεις λάθος και πιαστείς

προτού το ένστιχτο να σε καθοδηγήσει

Κανε την πίστη υπομονή

και την ψυχή σου της ξαγρύπνιας εργαστήρι .

Όταν ωστόσο την Αλήθεια σου θα βρεις

κάπου χαμένη στο σκοτάδι

– πιότερο θα την νιώσεις !

Θα ‘ναι για σένα έσχατο

και δύσκολο εμπόδιο

το ίδιο το σκοτάδι

Που πολεμάει ,

απελπισμένα πια ,

να στηνε κρύψει .

Την λύση «έκαστος ημών»

μονάχος πρέπει να την βρει

τον νόμο τον αδήριτο πάντα τηρώντας

πως όσο μεγαλύτερη φωτιά τόσο λαμπρότερα

το πρόσωπο της θα φωτίσεις

ξεχνώντας πως δεν έχεις άλλο παρά την πίστη σου

για ίσκα κι αναπτήρα 

και το φτωχό σου το κορμί

Τροφή της φλόγας .

 

In girum imus nocte et consumimur igni

2014-04-10 14:25

Κοιμήσου άσπιλη

Χτυπώντας κύμβαλα προσμένω ν' ακουστώ
κι εσένα που από γραμμές ηλεκτρικές μόνο  γνωρίζω
σε βλέπω να οδεύεις σε γκρεμό κι ορίζω :

Θα 'έρθουν τέρμινα φριχτά
κι οι δρόμοι θα 'ναι πίσω σου κομμένοι
κι εσύ σκυμμένη και δαρμένη , ορφανή
θα γονατίσεις με τα χέρια ανοιχτά.
Θα δεις ελπίδες να πεθαίνουν μεσ' στο αίμα
και θα ματώνουν τις πληγές σου ερπετά
γύρω σου όλα θα φανταζουνε νεκρά,
η κάθε ιδέα σου θα μοιάζει να 'ναι ψέμα.

Θα σύρεις άγρια φωνή,
διαβάτες θα προστρέξουν να δούνε
διασκεδάζοντας με σενανε θα πούνε :
"ειν' απ' τις πέντε τις μωρές
που δεν θελήσανε τον λίχνο να κρατήσουν"
Της ανομίας άνεμος καθώς τους κυβερνά

Τότε εσύ με βλέμμα σκοτεινό θα τους κοιτάξεις
και με την υστάτη πνοή σου θ' αντιτάξεις :

"Ναι, δεν θελήσαμε στην ψεύτικη χαρά λαμπάδες να κρατούμε
οι όροι του αβάσταχτοι, κίβδηλοι, ματωμένοι
καθώς προσμένει από 'μας να υποταχτούμε"

 

Κοιμήσου άσπιλη.
Αν οι γενναίοι με τον Θάνατο δεν στήσουνε γιορτή
η Μοίρα των ανθρώπων δεν θ αλλάξει.

2014-04-09 13:14

ΩΧΡΑ ΣΠΕΙΡΟΧΑΙΤΗ

 

 

                                  

                                   Όταν ζυμώνεις το ψωμί τ’ αυριανό

                                   Με τον θεό σου για προζύμι

                                   Πλάθεις το παν με τ’ ακροδάχτυλα

                                   Αφηνιασμένη από του μέλλοντος την μνήμη .

           

                                   Λες ότι σκέφτεσαι τ’ απέραντο κενό

                                   Που γαλαξίες καταπίνει

                                   Γέρνεις το όμορφο κεφάλι σου

                                   Κι ο λογισμός σου αναλαμπή και σκοτοδίνη

 

                                   Σαν σε ρωτούν για το σκαλί τ’ ακριανό

                                   Που άλλο δεν έχει για ν’ ανέβεις

                                   Δίνεις γελώντας την απάντηση:

                                   «Για ν’ ανεβείς θα πρέπει πρώτα να κατέβεις»

 

                                   Να σε ζηλεύω ειν’ το μόνο που μπορώ

                                   Μες στο τρελό «γεο βαγκεο»

                                   Που παίζεις τώρα με το άπειρο

                                   Κι όσο σε βλέπω να τρομάζω και να λεω :

 

                                   « Μοιάζεις με μια φωτογραφία ασπρόμαυρη

                                   που ξαφνικά γεμίζει χρώμα .

                                   Μοιάζεις με Όνειρο που απάντησε

                                   Σ’ ένα ΓΙΑΤΙ που δεν ρωτήσαμε ακόμα .»

2014-04-08 13:53

Ψ Υ Χ Ω

                                                                              

 

                                                                            Ρίξε μου σκόνη

                                                   Δες πως θολώνει της άφατης ανάγκης το γυαλί

                                                                            Πάρε και δως μου

                                              Το Φως του Κόσμου , που σου λάχε σε τούτο το σκαλί .

                                                                            Μάγια και Μύρα

                                                  Κοσμοπλημμύρα , τα δώρα σου με τέχνη αναμετράς

                                                                                Ιεροφάντης

                                                   και τάχα μάντης τρισεύγενης και πάνσοφης Θεάς

                                                                               Αλίμονο σου

                                                   αν ο Χρησμός σου μου δώσει αφορμή για συλλογή

                                                                               Τίμα τα Πάθη

                                                     Μέτρα τα Λάθη , μην κάνεις πουθενά Διαλογή .

                                                                                Αρματωμένη

                                                          την Ειμαρμένη Πυρρίχιο χορό δεν ξεκινάς

                                                                              Στέκει το Μάτι

                                                     σ’ ένα κανάτι κρασάκι της Ασώματης Χαράς .

2014-04-06 20:02

Είμαι δική σου

Ψαλίδισε μου τα φτερά να μη σου φύγω,

Μ΄ αρέσει πια η φυλακή που μέσα μ΄ έχεις.

Οι αλυσίδες γιναν μέλη του κορμιού μου.

Το φως απ΄ το σκοτάδι όσο απέχει,

Τόσο απέχει κι η αγάπη απ΄ τη φυγή μου.

 

Μα κι αν θα φύγω,

Ο άνεμος μακριά σου αν με πάρει,

Πάντα , στα μάτια μου θα έχω την μορφή σου,

Στα χείλη τα στεγνά μου το φιλί σου.

 

 

Την γνώμη μου θ΄ αλλάξω φορές δέκα,

καθώς τα φίδια που αλλάζουν την στολή τους.

Ο,τι πιστεύω στον αγέρα θα σκορπίσω,

Σαν που την τέφρα των νεκρών τους οι Ινδοί.

Μα ειν΄ αδύνατο ν΄ αλλάξω αυτό που είμαι.

 

Κι είμαι δική σου.

 

Το λέει κρυφά το βότσαλο στο κύμα.

Το λένε τα΄ άστρα του ουρανού προτού χαράξει.

Το σώμα μου σε κάθε μια του πράξη.

2014-04-05 20:09

Σ' ΑΓΑΠΩ

Σ' αγαπώ σαν το φως που τρυπώνει
στης καρδιάς μου τ' ανήλιαγο δώμα,
σαν αυγή που ραντίζει με σκόνη
χρυσαφιού τ' ανυπόμονο σώμα

 

Σ' αγαπώ σαν το φίνο βελούδο
τ' ουρανού όταν ντύνεται τ' άστρα,
σαν το κάλπικο που 'δωσα σκούδο
να σου φέρω λωτό μέσ' σε γλάστρα

 

Σ' αγαπώ σαν του Μάη τ' αγέρι
που χορεύοντας παίρνει μαζί του
απαλά, συντροφιά, χέρι - χέρι
την ανάμνηση σου και την δική του

 

Σ' αγαπώ σαν το έκπληκτο μάτι
καθώς κλίνει μπροστά σ' ένα θαύμα,
σαν κορμί που σου λέει "κανε κάτι
για να γιάνει και τούτο το τραύμα"

 

Σ' αγαπώ σαν το λείψανο πλοίου
που στολίζει την άμμο της λήθης,
που ανασαίνει ατμούς ιωδίου
και ταξίδια σε τόπους π' αρνηθεις

 

Σ' αγαπώ σαν κλειδί που με βια
ξαφνικά την εξώθυρα ανοίγει
και ξεχνώ την πικρην απουσία
κι ένας πόνος χαράς με τυλίγει

 

Σ' αγαπώ σαν τ' ονείρου το τέλος
που μ' εκρήξεις σκορπάει το κορμί μου,
σαν παιδί, σαν θεός, σαν Οθέλος
Δεισδαιμόνα εσύ κι αφορμή μου

 

Σ' αγαπώ σαν στιχάκι που αφεθει
ορφανό στου σχολείου την τσάντα
σαν παλιά ζωγραφιά όπου γνεθει
μια γριούλα σκυφτή στην βεράντα

2014-04-05 14:48

ΦΤΑΝΕΙ ΝΑ ‘ΣΑΙ ΕΚΕΙ

 

 

 

Των ματιών σου το φέγγος

να μου δείξει τον δρόμο προσμένω

της καρδιάς σου ο χτύπος

μου μετράει τον χρόνο θαρρώ

Κουστωδίες αγγέλων

με πηγαίνουν εκεί που δεμένο

με ανόσια μάγια

ανταμώνω τον μαύρο καιρό

 

Χειρομάντη μοιραίο

όπου γη μ’ ασφοδέλους σπαρμένη

χορευτή σαλταδόρο

να ξορκίζω θα δεις το κακό

εραστή και εχθρέ μου

την χαρά μου θα βρεις σφραγισμένη

η σφραγίδα σπασμένη

κι η ζωή μου κοινό μυστικό

 

Φτάνει να ‘σαι εκεί

κι όλα θα ‘ναι στο φως ποτισμένα

Φτάνει να ‘σαι εκεί

κι όλα θα ‘χουνε κάποιο σκοπό

Μια πνοή θεϊκή

τα πανιά μου κρατάει φουσκωμένα

μια πνοή θεϊκή

μου αρκεί για να βγω στον χορό

2014-04-05 12:06

ΤΟ ΦΙΛΝΤΙΣΙ ΚΑΙ ΟΙ ΓΡΑΜΜΕΣ



Στα φιλντισένια τα μαλλιά της
Φυσάει πνοή γλυκιά ο μπάτης
Και στο κατάλευκο της στήθος
Γίνεται ψίθυρος και μύθος

Στα φιλντισένια τα μαλλιά της
Αηδόνα χτίζει την φωλιά της
Και στο γαλάζιο της φουστάνι
Βαρκούλες βγήκανε σεργιάνι

Αν είσαι Ρήγας λεει η αηδόνα
Φωτιά θα βρεις κι Αρμαγεδδώνα
Κι αν πάλι είσαι στρατιώτης
Θ’ αναστενάξει η ανθρωπότης

Στα κοντυλένια δάχτυλα της
Σαν νικημένος στρατηλάτης
Θα παραδώσω την ψυχή μου
Τροφή στους ρήτορες του δήμου

Στα κοντυλένια δάχτυλα της
Της αμαρτίας ιχνηλάτης
θα βρω συγχώρεση και χάδι
πυξίδα νήμα και αλφάδι .

Κι αν πάρω ρότα λαθεμένη
Κι αν αγκαλιά δεν με προσμένει
Πάλι απάντηση θα πάρω
Πώς να ξεφύγω απ’ τον Χάρο .

2014-04-04 18:14

ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ

 

 

                                                       Το τραίνο πέρασε σφυρίζοντας στριγκά

                                                         μεσ’ την βροχή που τον ποτίζει με ανία

                                                         φως αστραπής καθώς σ’ αρρύθμιστη ταινία

                                                         έρημα πρόσωπα , ακίνητα , βουβά

 

                                                         Μύριες σταγόνες και πως λάμπουνε καθώς

                                                         τις διαπερνάει σαν σπαθί ο προβολέας ,

                                                         πέρα στο βάθος το κλαρίνο του ο Σαλεας

                                                         μπάσα τον φτάνει του παράπονου ο αχός .

 

                                                         Χαιρόταν τότε που ο γέρος του απαλά

                                                         τον οδηγούσε απ’ το χωράφι στην Ομόνοια ,

                                                         «Ήτανε» σκέφτεται «εκείνα άλλα χρόνια»

                                                         νόμιζε τότε πως η τύχη του γελά !

 

                                                         Τώρα η βροχή που και το κόκαλο περνά

                                                         τον ορμηνεύει το επόμενο να πάρει .

                                                         Τι κι αν θα λείψει απ’ το γραφείο CASH & CARRY ?

                                                         Τι κι αν θα λείψει απ’ την παρέα που γερνά?

2014-04-04 13:11

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΗΓΥΡΙΟΥ

 

 

                                            Τώρα που σκόρπισ’ η βροχή αυτό το πανηγύρι

                                            και οι μικρές γκαζολαμπες θα πα' να κοιμηθούν ,

                                            θα μείνω εδώ κι ασάλευτος , θα βλέπω να περνούν

                                            αυτοi που με κεράσανε κάθε πικρό ποτήρι .

 

                                            Πρώτος θα έρθει ο Έρωτας χωρίς φτερά και βέλη ,

                                            ξέροντας πια πως δεν περνά σε μένανε η ψευτιά

                                            και θα μου πει - είναι σίγουρο - πως όλα τα χαρτιά

                                            σημάδια είχανε κρυφά μα η καρδιά τα θέλει.

 

                                            Ύστερα συσταζουμενη θα φτάσει η Φιλία ,

                                            δεν θα κρατά στο χέρι της υπόσχεση καμία ,

                                            μα μ’ ένα βλέμμα αόριστο , με μιαν ανασαιμιά ,

                                            θα προσπεράσει παίρνοντας το δάκρυ μου για λεία .

 

                                            Με το κεφάλι του ψηλά και συνοδεία μεγάλη ,

                                            την Ειρωνεία σέρνοντας , κουβάρι , απ’ τα μαλλιά ,

                                            ο φοβερός Εγωισμός , τακίμι απ’ τα παλιά ,

                                            θε να μου δείξει , βρίζοντας , τα τρομερά του κάλλη .

 

                                            Τέλος , καθώς τα βλέφαρα θα αρχίζουν να σφαλάνε ,

                                            κι ο ύπνος ο ανεξυπνητος την πόρτα θα χτυπά ,

                                            η Μοναξιά η συντρόφισσα  , δειλά και ταπεινά

                                            θα ψιθυρίσει μου στ’ αυτί  « Την προσευχή σου κάνε» .

2014-04-03 16:43

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

                  

 

Για πες μου το Όνειρο που σ’ έκανε να ‘ρθεις ,

τρέμοντας πίσω μ’ ιδρωμένο το κορμί σου .

Έφυγ’ η γλύκα και ο ύπνος ο βαθύς .

Τι ‘ταν αυτό που σε συντάραξε ? Θυμήσου .

 

Έγειρες ήμερη σε στρώμα μαλακό

κι όπως η κούραση σου σκέπαζε τα μέλη ,

ήρθε και σου φερε πεσκέσι , πανικό ,

το Όνειρο τούτο που η ψυχούλα σου δεν θέλει .

 

Μην είναι τάχα η ανήμπορη καρδιά ,

που δεν μετράει , ποιον και πόσο ν’ αγαπήσει?

Μην πάλι ξύπνησαν οι φόβοι που με βια

                             δεν την  αφήνουν να μεστώσει και ν’ ανθήσει?

 

Θρύψαλα γίνεται της νύχτας το γυαλί ,

καθώς ο ήλιος σε φωτίζει «μπάντα κι άλλη».

Πάρε τις θύμησες του Ονείρου σου , καλή ,

                              και ριχτες κόμπο , στης θαλάσσης την αγκάλη

2014-04-03 12:57

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗΣ ΚΑΝΤΙΝΑΣ

 

 

Τις ώρες που το Όνειρο σκεπάζει

χιλιάδες νήματα σε βλέφαρα παιδιών ,

φθορίου λίχνος σε φωτίζει και κεντάει

σκιές και κύκλους κωδικών συμβολισμών .

 

Αρματωμένη την τρελή επιθυμία

να κοροϊδέψεις την τρεχάλα των καιρών ,

τις αμαρτίες μου τροχας με βουλιμία

με τους τροχούς των παγωμένων σου ματιών .

 

Το μεροκάματο που τάχτηκες να ζήσεις

δεν έχει διάφορο , σκοπό , διαφυγή .

Είναι της νύχτας η μεγάλη αρπαγή ,

της μέρας πόθος που παράτολμα θα χτίσεις .

 

Αλλάζει ο ήχος της φωνής μου καθώς γνέφεις

και μου γελάς πισ’ από μάσκες ομορφιάς .

Ψωνίζω , φεύγω μα στην άκρη της καρδιάς

πεθαίνει η ελπίδα μου σε αλλονε σαν στρέφεις .

 

2014-04-02 19:02

ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ

 

                                      

                                      Καθένας έχει στην ψυχή του μια πληγή

                                      που τον πονά μα του θυμίζει και ποιος είναι

                                      κι όντας περήφανος καθώς αιμορραγεί ,

                                      την κρύβει την φυλάει απ’ το θεαθήναι .

 

                                      Χειροτερεύει τις φορές που ξαφνικά

                                      η απονιά και το γινάτι στους ανθρώπους

                                      τονε χλευάζει , τον στριμώχνει , τον νικά ,

                                      τον ρίχνει σε βαριά σιωπή , σε μύριους κόπους.

 

                                      Κάποιος να το βρει το φαρμάκι

                                      που το κρυψαν οι χίλιοι δράκοι

                                      να μου το φέρει για να γιανω

                                      τον πόνο τούτο να ξεκάνω .

 

                                      Καθένας έχει μιαν Αγάπη , έναν καημό ,

                                      έχει και μιαν απαντοχή που τον κρατάει

                                      μες την πικρή την μοναξιά του ζωντανό

                                      και στα όνειρα του τα χειλάκια της φιλάει.

 

                                      Ποιος ειν’ αυτός νωρίς απόψε

                                      που θα μου πει « Το κλάμα κόψε »

                                      ποιος θα με πάρει απ’ το χέρι

                                      και στην ποδιά της θα με φέρει .

2014-04-02 14:13

ΣΑΝ ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ

 

 

                                                       Σαν ξεκινήσαμε οι δυο μας για τον δρόμο

                                                       με την αγάπη να μας ζώνει από παντού ,

                                                        δεν λογαριάσαμε την Μοίρα και τον Νόμο

                                                        που μας προσμένανε στην άκρη του καιρού.

 

                                                        Τον πρώτο χρόνο που τα πράγματα αγριεψαν ,

                                                        το βλέμμα λύγισε μα όχι κι η ψυχή

                                                        η γνώση λίγη και τα αγκάθια που θρασέψαν

                                                        μας υποδείξανε λάθος ρότα και φυγή .

 

                                                        Ύστερα πάλι με το θάρρος των χαμένων

                                                        που μόνη ελπίδα τους η ίδια η Ζωή

                                                        βουβά ξυλάρμενα ανέμων επαρμένων

                                                        το σκάφος χτίσαμε ξανά απ’ την αρχή.

 

                                                        Και δωστου πάντα όλο τα ίδια και τα ίδια ,

                                                        με πτώσεις άσκημες κι ανόδους φωτεινές ,

                                                        να ξεκινάμ’ απ’ της ζωής τα αποκαΐδια ,

                                                        να καταλήγουμε σε λάκκους με ληστές.

 

                                                        Ώσπου στο τέλος θα μετρήσουμε το ΕΝΑ

                                                        Αυτό που άνοιξε στα πόδια μας πληγές

                                                        δεν θα θυμόμαστε τους δόλους και τα φρένα

                                                        μα θα ζηλεύουμε των νέων τις αρχές .

 

                                                        Αυτή ‘ναι η Τύχη μας κι αυτήν καλοναρχαμε

                                                        το μόνο έχει μας δυο άσωτες ψυχές

                                                        της ειμαρμένης τα παιχνίδια αψηφάμε

                                                        και τους ανέμους τους τρελούς μας εραστές.

2014-04-02 12:04

Ρωτας ...

 

Ρωτας αν προσεξα νωρις

πόσο βαρύς ειν’ ο σταυρός που κουβαλάω

Πρώτα μου έμοιαζε αϊτός

Ύστερα έγινε σταυρός

Και τώρα τελευταία μοιάζει να ‘ναι αεροπλάνο

 

Είναι που πέρασε καιρός

Γίναμε όλοι συρφετός κι ένα χαρμάνι

Έφεσος , Σμύρνη , Μίλητος 

Σας σκέφτομαι αμίλητος

Νομοταγής κι ... αμίλητος

Και πέρα απ’ τους Τίγρη και Ευφράτη

Μοιάζει με Κύκλωπα το Μάτι

Που με κοιτάζει αυστηρά .

 

Ρωτάς ποιος έφυγε νωρίς

Κάποιας ανώτερης φωνής κρυφός θιασώτης

Τι σημασία έχει πια

Αν ήταν μουσικός η καταδότης ;

Αν ήταν νέος πέρασε

κι αν ήτανε σοφός και  ασπρομάλλης

όσα του ανήκουν θα σωθούν

μα τ’ Αγια  Kλοπιμαία θα τον πνίξουν .

 

Ρωτάς και εγώ απάντηση δεν έχω …

2014-04-01 15:29

ΝΟΣΤΟΣ

           

 

                             Καλώς μας ήρθες ,καλώς όρισες στο σπίτι .

Βέβαια θα ‘σαι κουρασμένος . Τόσο δρόμο !

Μέσα στα μάτια σου χαρά βλέπω και τρόμο

μοιάζεις παιδί , μοιάζεις σε ξόβεργα σπουργίτι

 

Για φέρ’ του μάνα αλλαξιές , λίγο νεράκι ,

για να ξεπλύνει από τα πόδια του την σκόνη ,

έξω θαρρώ πως κάνει κρύο , πως νυχτώνει ,

έλα και συ να χουχουλιάσεις πλάι στο τζάκι

 

Φύσα τη χόβολη , για φέρε δυο κρεμμύδια ,

λίγες ελιές και το καρβέλι που αχνίζει ,

                             έχω στην φλάσκα το κρασί που πιπερίζει ,

να κεραστούμ’ όπως παλιά ,να ‘ναι όλα  ίδια .

 

Μου λεγες κάποτε « Θα βγω να πολεμήσω ,

μην είναι τάχατες καλύτεροι μου οι άλλοι ;»

και ‘γω κουνούσα με λαχτάρα το κεφάλι

φοβόμουν κι όμως σου ‘λεγα πως δεν θα σ’ εμποδίσω

 

Τώρα που βλέπω το κορμί να ξεκουράζεις

το τραγουδάκι το καλό λέω ν’ αρχίσω .

Σήκωσε το κεφάλι σου , κράτα  το ίσο .

Βάσανα που περάσανε να μη τ’ αναχαράζεις .

2014-03-31 20:56

Ρ Ω Ξ Α Ν Η

                                                        

 

                                    Μαργαριταρένιο σου φορούν διάδημα

                                    κι οι κλαγγές των όπλων σίγησαν

                                    στις όχθες του Ινδού , πέρα’ απ’ τα Βάκτρα .

                                   Της Ολυμπιάδας το παιδί στάθηκε ,

                                    μεσ’ στα μαύρα μάτια σου χάθηκε ,

                                    η κλέφτρα Ανατολή τον έχει πάρει .

 

                                   Ρωξάνη που τον πόθησες πολύ του δίνεις  το φιλί

                                   σε γάμο που δεν έμελλε να δώσει παρεξ πίκρες και οργή ,

                                   τόνε καλοπιάνεις , τον χαϊδεύεις , του μιλάς μ’ υπομονή .

 

                                   Ψέματα , ειν’ όλα ψέματα !

                                   Ειν’ η Αλήθεια , θα το δεις , κι αυτή ένα Ψέμα ,

                                   Ψέμα που αλλάζει όλα τα πράγματα .

 

                                   Πάνω στο ζεστό σου το κορμί απλώθηκε ,

                                   με ορμή σου δόθηκε , κράτα τον ,

                                   της Δύσης κουρασμένο στρατιώτη .

                                   Σκλάβο και στερνό ταξιδευτή του σώματος

                                   που κανείς αόμματος , μάτια μου ,

                                   λυράρης ποιητής δεν το ‘χει ψάλλει .

 

                                   Ρωξάνη , αίμα , ξύδι και χολή του δίνεις κι αφορμή

                                   τον Φίλο να θρηνήσει που δεν κιότεψε την γνώμη του να πει

                                   τόνε κρασοπλενει ,τον στολίζει και συ κλαις , πονάς πολύ .

 

                                   Ψέματα , ειν’ όλα Ψέματα !

                                   Ειν’ η Αλήθεια , μην του πεις κι αυτή ένα Ψέμα ,

                                   Ψέμα που αλλάζει όλα τα πράγματα .

2014-03-31 20:52

ΡΟΜΑΝΤΖΑ

                                                                           

 

                                                                Χάρισε μου ,

                                                                  λίγο απ’ το φως που σε τυλίγει .

                                                                  Άφησε μου ,

                                                                  απ’ την ανάμνηση σου λίγη .

                                                                  Πρόδωσε με ,

                                                                  μ’ ένα φιλί σαν τον Ιούδα .

                                                                  Κρέμασε με ,

                                                                  απ’ την σταρένια σου πλεξούδα .

 

                                                                  Κι όταν το φως φωτιά θα γίνει

                                                                  και η ανάμνηση σου εκείνη

                                                                  στάχτη θα κάνει την καρδιά μου ,

                                                                  θε να χαθώ σαν κόκκος άμμου ,

                                                                  καθώς εχαθει ο Προδότης ,

                                                                  της Ιστορίας ο αιμοδότης.

 

                                                                  Όργωσε μου ,

                                                                  κορμί και νου με την Αγάπη.

                                                                  Άνοιξε μου ,

                                                                  βαθιές πληγές με Ματικάπι .

                                                                  Σκόρπισε με ,

                                                                  Βοριά-Νοτιά να με ξεχάσεις .

                                                                  Πότισε με ,

                                                                  την Αλισάχνη της θαλάσσης.

 

                                                                  Κι όταν στα πέρατα του κόσμου

                                                                  σε φτάσει η μυρουδιά του δυόσμου ,

                                                                  θυμήσου , το κορμί αγιάζει

                                                                  όταν του πόθου το μαράζι

                                                                  μοιάζει με στόμα πεινασμένο

                                                                  που ψιθυρίζει ... ΠΕΡΙΜΕΝΩ .

2014-03-31 10:28

Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΙ Ο ΠΛΟΥΤΟΣ

 

 

 

                                          Σε χρυσοστόλιστο θρονί καθότανε ο Δίας

                                          κι ήταν στα πόδια του κοντά ο Ηρακλής ο γιος του

                                          όπου για πάντα τους θνητούς πριν λίγο είχ’ αφήσει

                                          κι απ’ της ζωής τα βάσανα είχε αναχωρήσει

 

                                          Κάλεσμα κάνει στους θεούς τον γιο του να γνωρίσουν

                                          εκεί στον Όλυμπο ψηλά να τον καλωσορίσουν

                                          Και ήρθαν οι Ολύμπιοι , τάβλα ασημένια στήσαν

                                          με το φαΐ και το πιοτί το πανηγύρι άρχισαν

 

                                          Εκεί που όλοι γλεντούσανε "καλώς τον καλώς ήρθες"

                                          και τα ποτήρια τσούγγριζαν και πίναν και μεθούσαν

                                          ο Πλούτος , γέρος , πονηρός σηκώνει το κροντήρι

                                          να πει το καλώς όρισες να μπει στο πανηγύρι

 

                                          Τότε τον είδε ο Ηρακλής , το μούτρο του στραβώνει

                                           απάντηση δεν έδωσε ανάβει και ιδρώνει

                                          Βλέπει ο Δίας το παιδί σκύβει και το ρωτάει

                                          «Τι έτρεξε και κόρωσες ;» κι εκείνος τ' απαντάει

 

                                          «Απ’ όταν εγεννήθηκα στα βάσανα που μπήκα

                                          τον κόσμο όλο γύρισα μα πουθενά δεν βρήκα

                                          τον γερο τούτον στου φτωχού το ταπεινό καλύβι

                                          μα πάντα μόνο με κακούς τον κώλο του να τρίβει»

2014-03-31 10:13

ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΞΑΣΚΗΣΗ

                                       

 

                                  Των ανθρώπων τις μέρες μετράω

                                      στου Μαγιου το ξεψύχισμα

                                 και τους τόπους που χρόνια πατάω

                                     με ψηλό περιτοίχισμα έντυσα

                                    Δίνω αίμα σ’ αγέλες τσακάλια

                                       και τα σκόρπια περιμάζεψα

                                  Τώρα ήχους , φωνές , παρακάλια

                                     με ατσάλινα χάμουρα έζεψα

                                Των παιδιών που πεινάνε τα πόδια

                                         με φωτιές εζωγραφισα

                             και τους τράγους που φτιάχνουνε βόλια

                                         με λεπίδες μουνούχισα

                                 Με της θάλασσας αύρες ταξίδεψα

                                           σε Νησιά ξεχασμένα

                              μα παντιέρες καινούργιες δεν έφτιαξα

                                           Τα παλιά περασμένα .

                                                       Έτσι

                                           έξω εγώ από σενανε

                                 Έξω πάλι κι απ’ όλον τον κόσμο

                                 κυβερνήτες ποτέ μου δεν άκουσα

             και μαστόρους που μ’ αίματα φτιάχνουνε νόμους σκοτώνω

2014-03-31 09:42

ΠΑΝΤΑΡΚΗΣ ΚΑΛΟΣ

Πάνω στο μικρό δάχτυλο του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Σωτηρος Διός , στην Ολυμπία υπήρχε μια μικρή επιγραφή

                ΠΑΝΤΑΡΚΗΣ ΚΑΛΟΣ

Ο Νίκος Μοσχοβακος πιστεύει πως ο Φειδίας θέλησε , μ’ αυτό του το κάμωμα , να παρασύρει στην Αιωνιότητα τον εραστή του . Εγώ , ο φτωχός , το μόνο που μπορώ να ελπίζω είναι , να γευτώ λίγη από την Αιωνιότητα του Μεγάλου Οδυσσέα μ’ αυτά τα λίγα , τα πάρα κάτω λόγια .

 

 

Όπου τα άλογα πετρώσαν την στιγμή

κι όπου δελφίνια σου χορέψανε στο κύμα ,

όπου σταυροί στα στήθη άπραγων παιδιών ,

κει θα σε βρίσκει το τρεμάμενο μου βήμα .

 

Όπου ορίζοντες θα φέγγουν μακρινοί

κι όπου θ’ αστράφτει λαμπερή φωτοβολίδα ,

όπου χαράκια θα φυλάγουν Αρτινοι ,

κει θα σε βλέπω να ακονίζεις την ελπίδα .

 

Όπου το κύμα έχει βάψει αμφορείς

κι όπου εξορία έχει θρέψει ποιηταδες

κι όπου αιώνες δεν περάσανε θαρρείς ,

κει θα ‘ν’ το μνήμα σου που στόλισαν μανναδες

 

Όπου η Άνοιξη δεν λέει να φανεί

κι όπου φωνή χελιδονιού εσένα ορίζει ,

όπου η πατρίδα σου θα μένει ορφανή ,

κει θα ‘ναι σίγουρο ο Ήλιος πως γυρίζει .

 

Όπου το σύννεφο χαϊδεύει το βουνό

κι όπου η πέτρα είναι θρόνος του Αοράτου ,

όπου αδέλφια ειν’ ο άνεμος κι ο αετός ,

κει θα σε βρω τούτη τη μέρα του θανάτου .

 

2014-03-30 21:34

ΠΑΙΞΕ ΒΙΟΛΙΣΤΗ

                                      

 

                            Παίξε βιολιστή δοξάρι το δοξάρι

                            βρέχει τα μάτια μου βροχή παντοτινή .

                            Χρωστάω χάρη στον Θεριστή

                            που θα ‘ρθει να με πάρει .

 

                            Κι αν φευγαλέα  άνοιγ’  η αυλαία της Ζωής

                            είναι μόνο για να την δω να περνά γελαστή ,

                            σαν κορίτσι στην βροχή

                            σαν της δροσιάς μαρμαρυγή .

 

                            Καλή στιγμή ,

                            μιας κι είναι όλα στην γιορτή

                            Χαρά και Θάνατος μαζί .

 

                            Παίξε βιολιστή για το στερνό Αντίο

                            φεύγ’  όπως ήρθα , μοναχός , πεντάρφανος .

                            Για μας τους δυο η Μουσική

                            θα διώξει πια το κρύο .

 

                            Μ’  αν στο σκοτάδι , νιώσω το χάδι το τυφλό ,

                            τότε πάλι θα πορευτώ με σκοπό στη Ζωή ,

                            σαν πουλί π’ ακροβατεί

                            στα κύματα την ροδαυγη .

 

                            Καλή στιγμή

                            μιας κι είναι όλα στην γιορτή

                            Χαρά και Θάνατος μαζί .

2014-03-30 11:23

ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ

 

 

 

 

Το στόμα μου σε δίψασε πολύ , Δόξα μου

Το χέρι μου σου γιάτρευε το Σώμα .

Γέλαγες και αστράφταν οι ουρανοί

και ‘γω βασίλευα σε μια γωνιά

μα Φύτρα μου εσύ την είχες κάνει Κόσμο

 

Σ’ έπλασ’ ο εραστής μου Βασιλιά Κι ο κύρης μου Άντρα

Και αφρατευε το χώμα όπου φύτρωσες

Κατόπι τους  ερχόμουνα κι εγώ, Κλώνε μου

και σου έριχνα τα φίλτρα της καρδιάς μου .

 

Κι ύστερα χτύπησε του Χάρου η καμπάνα

Κι χάθηκε ως και  η τελευταία Αλεξάνδρεια

Γκρεμίζοντας συθέμελα ο,τι είχα χτίσει .

Κι έγινε ο κόσμος πάλι μια γωνιά

 

Και ύστερα κατάλαβα πως ότι ήταν να φτάσει , έφτασε

Και βρήκε το καινούργιο και σώθηκε σ’ αυτό

καθώς μια χρυσαλίδα στο φως του φεγγαριού

κι άλλοι τραφήκανε απ’ το μάθημα σου Μαθητές .

 

Ως και τα σήμερα .

 

Μα μόνο που θαρρώ πως eξέχασαν όπως τότε  εγώ,

να σκεφτούν πως δεν στέργει των Άλλων ο φόβος,

μα σοφός σεβασμός και ένας τόπος για όλους κοινός

που ο καθένας να νιώθει δικό του .

 

2014-03-30 10:54

Ο,ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΠΕΙΣ...

                

 

         Είναι στη μοίρα σου να ζήσεις μια ζωή

που δεν διαλέγεις , που σε σέρνει ένα ράκος

και σε καλεί να την περνάς μ’ υπομονή ,

που σου φορτώνεται σαν τσάμικος ταμπάκος .

 

Μεσ’ σε μια πόλη που σε τρώει ζωντανό

και που χωνεύει την ελπίδα σ’ υπονόμους ,

εσύ με όσο σου ‘χει μείνει τσαγανό ,

σκληρό παιχνίδι παίζεις , κλέφτες κι αστυνόμους.

 

Ο,τι και αν πεις , ο,τι κι αν δεις

στο τέλος της διαδρομής θα σ’ βρει πάλι

και θα την ξανά αγαπήσεις .

Ξέρεις πως τίποτα δεν είναι της Ζωής ,

αν δεν το βρεις στο μονοπάτι που θ’ ανοίξεις .

 

Κρύβεσαι πισ’ από γωνιές Εγωισμού ,

μα δίνεις χώρο σ’ εξουσίες να σε πνίγουν .

Ο,τι αγάπησες το χάρισες αλλού ,

σε φίλους που ‘χασες σε φίλους που θα φύγουν .

 

Ωστόσο ορθώνεις το κορμί σου στον καιρό ,

περιφρονείς ότι μικρό σε βασανίζει ,

βλέπεις το Μέλλον με το βλέμμα καθαρό ,

είναι το Όραμα που ζεις και σου αξίζει .

2014-03-29 23:39

Ο Ξ Ε Ν Ο Σ

 

 

                 Έρημος δρόμος , μουσκεμένος ,θλιβερά

τα Φώτα απ΄ τις κολόνες καθρεφτίζει .

Βήμα πνιχτό και το παλτό στους ώμους που κρεμά

γερτή σκιά που ταπεινά μονάχη ξεχωρίζει .

 

Γρίλιες μισάνοιχτες , δωμάτια σκοτεινά ,

το κρύο , η μοναξιά καλή παρέα ,

αντάμα πάτε , η ζωή σου τους κερνά

τους καταθέτει τα όνειρα σου τα ωραία .

 

Ο ξένος στέκεται στην πόρτα σου σιμά ,

σκύβει , πασχίζει για να δει ν΄ αναγνωρίσει

κάποιο σημάδι που ο χρόνος κι η φθορά

ανέπαφο στο διάβα τους να το ΄χουνε αφήσει .

 

Ακούς τον ήχο , το χερούλι που χτυπά ,

μα ... ίσως είναι η καρδιά σου που σπαράζει .

Γαϊτάνι πλέκει η ελπίδα κι η χαρά

τον ύπνο σου τον άχρονο , στερνή φορά ταράζει .

 

Δαγκώνει ο τοίχος ο γυμνός το γιασεμί

καθώς ζηλόφθονα πασχίζει να σε κρύψει .

Το ξένο βλέμμα δεν το θέλει , το μισεί !.

Του Χρόνου το κατόρθωμα λυσσάει να καλύψει .

2014-03-29 21:05

Κ Α Λ Ε Σ Μ Α

 

 

                                                    Χτένισε σκάλες τα μαλλιά και στο κορμί σου

                                                    ρίξε το άσπρο το φουστάνι το λινό

                                                    κι έλα ξανά το δειλινό

                                                    και γω ικέτης των φιλιών σου θα προστρέξω.

                                                    Άσε τον ήλιο να ροδίσει απο αρχής

                                                    ροδάκινο το μάγουλο σου

                                                    και στο γαλάζιο των ματιών σου

                                                    χρωμάτισε τον ουρανό.

                                                    Αρπισματα , ριπές τα’ άνεμου

                                                    πτυχές ζωγράφισαν πολλές

                                                    πάνω στην μπόλια που χαϊδεύει τον λαιμό σου

                                                    κι ώρες περάσανε που λες

                                                    πως τέλειωσε για πάντα ο χρόνος ,

                                                    δεν είναι άλλο πια να δω.

                                                    Μπήξε φωνή καθώς θα πέφτω

                                                    σε φρέαρ αρτεσιανό ,

                                                    βρες της σεγκογιας τον κορμό

                                                    και σκάρωσε μ’ αυτόν κανό πολυνησιωτικο , με τέχνη

                                                    κι έλα ξωπίσω μου ακολούθα

                                                    καθώς τα μπρούμυτα , εν πλω ,

                                                    θα ταξιδέψω με το ρέμα ,

                                                    ώσπου να βγω σ’ ωκεανό

                                                    και τότε εκεί , όπου την άλμη

                                                    την σπάει το γλυκό νερό ,

                                                    βαλε νεράιδες να μου ψάλουν

                                                    το κατευόδιο το στερνό .

2014-03-28 11:45

Μ Ι Ζ Ε Ρ Ι Α

                                                     

 

                                 Τα δίχτυα της ανάγκης που σε ζώνουν,

                                 με μύθους Βιβλικούς δικαιολογείς ,

                                 πως τάχα ξεπληρώνεις αμαρτίες

                                 των προπατόρων που δεν γνώρισε κανείς .

 

                                 Τις νύχτες που η κούραση σε θλίβει

                                 το έχει σου χρυσάφι αναμετράς .

                                 Πικρό χαμόγελο , ανταύγεια της φωτιάς

                                 που οξειδώνει το φτενό κορμάκι της χαράς.

 

                                 Δεν στέργει να τραφεί χωρίς ελπίδα .

                                 Δεν δίνει τίποτα εσύ αν δεν δοθείς .

                                 Ένα μικρό παιδί στη μέση της βροχής ,

                                 να τι στομώνει του θανάτου την λεπίδα .

 

                                 Γυρίζει ατέλειωτες φορές του χρόνου ο δείκτης

                                 και όλοι οι κύκλοι απαράλλακτοι θαρρείς

                                 μα εκείνο που αρνιέσαι να γευτείς

                                 είναι ο μόνος θησαυρός της ξεχασμένης κρύπτης.

 

                                 Δώσου στη Φύση σαν το γάργαρο νερό .

                                 Μπορείς και πρέπει να νικήσεις τη Μιζέρια ,

                                 μεσ’ στο φαρμάκι ειν’ βουτηγμένα όλα τα χέρια

                                 τα στολισμένα με χρυσάφι αστραφτερό .

2014-03-28 08:37

ΜΙΑ ΑΠΛΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΑ

                                    

 

Βραδιάζει ,

μουντή πέφτει πάχνη κι αγιάζι .

Γυρνώ μοναχός ,

μου λείπει το φως ,

καθώς την κοιτάζω να στέκει στο Γκάζι .

Οδός Πειραιώς ,

μακρύς κι αδειανός

ο δρόμος που χρόνια την «βγάζει» .

 

Κόκκινο σημάδι αφήνει η μαχαιριά .

Μου ΄λαχε να ζήσω , μα χωρίς καρδιά .

Στόλισε με χάδια επί πληρωμή

τα φτωχά μου βράδια στην Επανομή .

Άκρη πια δεν έχω για να της κρυφτώ ,

ούτ’ αγάπης λόγο να συγχωρεθώ .

 

Χαράζει .

Γυμνή η αλήθεια φαντάζει .

Του κόσμου η οργή ,

η κατακραυγή ,

λεπίδα εμπρός μου

που αίματα στάζει .

Σφαγμένο πουλί ,

σπασμένο γυαλί

η Αγάπη που είχα , μαράζι .

 

Γύρω μου σκοτάδι , κρύο και βροχή ,

λάσπη στην ψυχή μου , πίκρα κι ενοχή .

Παίζω το ξυράφι στ’ ακροδάχτυλα ,

μια χρυσή ομίχλη τώρα με τυλα .

Γρήγορα να φύγω , να ξαναγινώ

δάκρυ των Αγγέλων , στον ουρανό .

2014-03-28 08:29

ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΦΙΛΙ

 

 

                                                           [Κι αν η αλήθεια ειν’ πικρή

                                                           Νιώθω πως ήρθ’ η εποχή να τηνε πούμε

                                                           Στο παραθύρι η βροχή

                                                           Μοιάζει με λάθος εκδοχή , δεν την άκουμε .]

 

                                         

                                          Κοκκινη κλωστη δεμενη

                                          Στην ανέμη τυλιγμένη

                                          Κομματιάστηκες

                                          Τα καλά που να βρεθούνε

                                          Παραμύθια ν’ ακουστούνε

                                          Νιος και βιάστηκες

 

                                          Δρόμο παίρνεις , δρόμο αφήνεις

                                          Λογαριάζεις πως εκείνης

                                          Που σε φίλησε

                                          Σε προσμένει το περβάζι

                                          Τα καλά της τώρα βάζει

                                          Μοίρα μίλησε .

 

                                          Μια φορά στα πίσω χρόνια

                                          Όπου ζούσαν τα τελώνια

                                          και οι μάγισσες

                                          σ’ ένα τόπο ξεχασμένο

                                          το μαχαίρι ματωμένο

                                          το παράτησες .

2014-03-28 00:27

Κ Υ Κ Λ Ο Σ

 

 

                                    Ανέτειλες πλησίστια , ραγίζει το σκοτάδι

                                     το χάδι του Αυγερινού σε ντύνει στα χρυσά.

                                     Οι μοίρες έστησαν χορό , προίκα καλή σου τάζουν

                                     και δώρα σου σωριάζουν για να ‘χεις εν καιρώ.

 

                                     Μεσουρανείς και χαίρεσαι με δύναμη γεμάτη

                                     πανέμορφη Ασταρτη , κόρη Βυζαντινή

                                     Με λάμψη σκίζεις τα βουνά , την θάλασσα ασημώνεις

                                     την δόξα σου ζυμώνεις με τάλαντα ακριβά .

 

                                     Μα το σκοτάδι καρτερά κι η φόρα σου μεγάλη ,

                                     τα ζηλευτά σου κάλλη η νύχτα σπαταλά .

                                     Πως έγινε και ξέχασες τον ερχομό της δύσης ?

                                     νόμισες πως θα έχεις φωτιά παντοτινά ?

 

                                     Τώρα κρυώνεις και νωρίς σε θέλγει το κρεβάτι

                                     μα να που στα στερνά , το παγωμένο δέρμα σου

                                     χέρι παιδιού χαϊδεύει ,τον πόνο σου ημερεύουν

                                     δυο μάτια φωτεινά και του τροχού το γύρισμα

                                     και πάλι ξεκινά .

2014-03-28 00:20

ΚΟΡΜΙ...ΨΥΧΗ

              

 

Το κορμί νεράκι που κυλά ,

το κορμί που σκύβει και φιλά ,

το τυλίγει και συστρέφεται

και με άπειρη ηδονή

την αγάπη του αποδέχεται .

 

Η ψυχή πουλάκι που πετά ,

τα εγκόσμια σκύβει και κοιτά ,

μα απ’ τα υψη σαγηνεύεται ,

σπάει την χρυσή κλωστή

και τα άστρα ερωτεύεται .

 

Κι όπως μαίνονται τα χρόνια ,

πάνω σε κρουστά σεντόνια

κάνε χρόνε ατέρμονες στιγμές

να μην φεύγουν , να γυρίζουν ,

έρωτες να χρωματίζουν

και να χρίζουν , Θανατους , Ζωές .

 

2014-03-27 14:58

Τ Α Ξ Ι Δ Ι

 

 

Τριγυρνάς στις αρχαίες γραφές

σαν σκυλί που μυρίζει κυνήγι

                                            ήχοι , νήματα , λέξεις σοφές

κι καρδούλα σου να την ανοίγει .

 

Τα φτερά σου σε πάνε ψηλά ,

σε κορφές που το χιόνι σκεπάζει .

Με τα ψέματα κάνεις τροχιές ,

που ο χρόνος για σένα χαράζει.

 

Αρμενιστη ,Αρμενιστη !

το καράβι σου μην το τσακίσεις .

Τροπικές σε καλούν αγκαλιές ,

στο παράπονο μην τις αφήσεις .

 

Η βροχή σε χαϊδεύει απαλά ,

μα η σταγόνα την πέτρα χαράζει .

Το χυδαίο εντός σου γελά ,

σε κλουβί το «γνωρίζω» αλλάζει .

 

Δώσε μια , δώσε δυο έλα εδώ

που το παν είναι ένα και φέγγει .

Στους μαστόρους της μοίρας θα πω

να σε πάνε στου κόσμου την στέγη .

 

Αρμενιστη , αρμενιστη !

τον εξάντα σου τώρα να σπάσεις .

Ο,τι ζεις ειν’ αυτό που θαρρώ

το Ταξίδι σε κάνει να πιάσεις

2014-03-27 10:08

ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΑΝ ΤΗΝ ΝΤΡΟΠΗ

                                   

 

                                    Πήρε αέρας να φυσάει από νωρίς

                                    και στροβιλίζει στο σοκάκι τις αφάνες .

                                    Κλειστά πατζούρια , μια ταμπέλα « ΟΔΟΣ ΦΥΛΗΣ »

                                    και στη γωνιά , θολές φιγούρες , δυο πουτάνες .

 

                                    Μόλις ανάψανε τα Φώτα της Δ.Ε.Η.

                                    κίτρινα Φώτα , τσιμπλιασμένα , της ορφάνιας .

                                    Ένα σκυλί βρήκε απάγκιο στο γιαπί ,

                                    τώρα θα ανάψει το φωτάκι και της Ρανιας .

                   

                                    Κόκκινο σαν την ντροπή - Αίμα ,δίστομο μαχαίρι

                                    Κίτρινο όπως το μίσος - Η αρρώστια η χλωμή

                                    Πράσινο , ελπίδα ίσως - Στη ματιά σου την ωμή

                                    Έρωτας , χαράς κλοπή - που σου όπλισε το χέρι .

 

                                    Βήμα το βήμα σε οδήγησε εκεί

                                    η μοναξιά και η ζωή σου στις αλάνες ,

                                    το μεσοφόρι καθώς ρίχνει η αλλοδαπή

                                    παραδεισένιες σε μαυλίζουνε καμπάνες .

 

                                    Βράδιασε κιόλας και στα σύρματα ψηλά

                                    τα ηλεκτροφόρα τραγουδάνε οι ερινύες .

                                    Δεν είναι τίποτα , ο άνεμος βογκά ,

                                    μετράει πόσες σε πρόδωσαν Ουρανίες .

2014-03-26 18:17

Λ Ο Γ Ι Α

                           

 

                 « Αν είναι κάποτε να σπάσει το αδράχτι

και η συνέχεια στο νήμα να κοπεί ,

σκυφτός να λούσεις το κεφάλι σου με στάχτη

σύντροφο να ‘χεις δια βίου την ντροπή »

είπες και μου δειξες εικόνες στερεμένες

Στην Δήλο πέτρινα λιοντάρια ν’ αγρυπνούν ,

στη Θήβα Σφίγγες με φτερούγες απλωμένες ,

Σοφούς στο Άστυ τραγικά ν’ αυτοκτονούν.

«Σκάβουνε» είπες «κάποιοι τυμβωρύχοι ,

να βρούνε λείψανα , να κάνουν κατοχή

στην Ιστορία μου που δεν τους έχει τύχει ,

βλέπουν το Τέλος κι όμως χάνουν την Αρχή.»

 

Παραπονιέσαι , δίχως έλεος πληγώνεις

τον γιο σου , εμένα που σ’ αγάπησα πολύ ,

με την βουκέντρα σου την πλάτη μου οργώνεις ,

με δόλο μου στερείς την κάθε Αναστολή .

 

Στέλνω με κήρυκες στα πέρατα του κόσμου ,

σφιχτά δεμένους στους μαστούς του κεραυνού ,

ποτάμια λόγια , μα το νόημα είναι «ΔΩΣ ΜΟΥ»,

χέρι πενίας χορτασμένου χριστιανού .

2014-03-26 13:09

ΚΙ ΟΛΟ Η ΒΡΟΧΗ ΧΤΥΠΑΕΙ ΤΟ ΤΖΑΜΙ ΜΟΥ

 

Κι όλο η βροχή χτυπάει το τζάμι μου

κι όλο την βλέπω να διαβαίνει φωτεινή

σαν πέπλο διάφανο σκορπάει το κορμί της

σαν πέπλο διάφανο που πάει να σκιστεί

μικρά αποθέτοντας διαμάντια στο νοτισμένο γιασεμί .

 

Κι όλο η βροχή χτυπάει το τζάμι μου

σαν ξένος που ζητάει λίγο πιοτό , λίγο ψωμί

κι ένα κρεβάτι , μια γωνία να ξαποστάσει ,

να ξαποστάσει από πορεία μακρινή

μ’ ένα παράπονο στα μάτια για τα έργα μου .

 

Κι όλο η βροχή χτυπάει το τζάμι μου

ριπές ριπές την άσφαλτο φιλώντας

εφήμερες χαρές προσφέροντας στο σώμα της

σαν δάχτυλα μικρά στο σώμα της

σαν τις χαρές που λείπουνε απ’ το δικό μου σώμα

 

Κι όλο η βροχή χτυπάει το τζάμι μου

παραμορφώνοντας ότι είναι για να δω

βαφτίζοντας στην πάχνη της διάθλασης

τα βελούδινα πεύκα , το μικρό σπουργίτι στο ρείθρο

και την φιγούρα σου που μοιάζει αερικό

 

Κι όλο η βροχή χτυπάει το τζάμι μου

μ’ ένα ρυθμό που αλλάζει πλήθος τονικές

σε κλίμακες απόκοσμες , μ’ αρμονικές απόκοσμες

και μ’ αντιστίξεις αναπάντεχες . Νυχτώνει .

Κι όλο η βροχή χτυπάει το τζάμι μου .

2014-03-26 12:49

Κ Α Ρ Α Β Ι

                                                      

 

                                              Ξύλο και μπρούτζος έγινα

                                              κι έδεσα το σκαρί σου ,

                                              το λυγερό κορμί σου

                                              μ’ αρμύρα το κερνώ .

 

Φθινόπωρο σε πόντισα

- Άνοιξη του Θανάτου -

ουσία του αοράτου

να γίνεις σε καλώ .

 

Μην αψηφάς τον κεραυνό

τον σεβασμό σου να ‘χει ,

στων δελφινιών την ράχη

να κρίνεις τον καιρό .

 

Μην γελαστείς κι αποδεχτείς

κλεπταποδόχων πλούτη ,

η Μοίρα σου είναι τούτη

να φέρνεις το καλό .

 

Καράβι , καραβάκι μου ,

πέλαγα σε σου πρέπουν .

Οι ναύτες δεν αντέχουν

να σε θωρούν αργό .

 

Καράβι , καραβάκι μου ,

τα ήμερα λιμάνια

σε ρίχνουν στην ορφάνια ,

στην πίσσα , στον σωρό . 

2014-03-26 11:36

ΘΕΟΔΩΡΑ

            

 

  Πως να σε γυρίσω στα πέρατα?

Σημεία να σου δείξω και τέρατα .

Να σε μαστιγώσω με αστραπές

και να σ’ ορμηνέψω με συμβουλές.

 

Τι να σε φιλέψει ο κεραυνός?

Στ’ άγγιγμα του γίνεσαι φως .

Δεν τον λες Αγάπη , δεν τον πονάς!

Έχαψε το κήτος ο Ιωνάς .

 

Τρεις φορές θα σπείρω σε στέρφα γη ,

για να σε ταΐσω υποταγή .

Μην ξεσύρεις πέτρα κι αναστηθώ ,

να με καλοπιάσεις με την πειθώ.

 

Θα σε νανουρίσω στα κύματα

και θα σου χαρίσω τα ψήγματα ,

μιας αγάπης που δεν χωρά

μέσα σε Πατρίδες και σύνορα .

2014-03-26 10:30

Κ Α Π Ν Ο Σ

 

 

                                             Τη νύχτα που περάσαμε μαζί

                                             την καρατόμησε το φως μιας χαραμάδας

                                             κεντώντας ακανόνιστο γαζί

                                             στ’ ανάκατα σεντόνια της παστάδας

 

                                             Προσκέφαλο κι ο χρόνος σταματά

                                             καθώς κυλάει στο σημάδι που χει αφήσει

                                             το βάρος των ονείρων που κλεφτά

                                             σε γαλούχησαν στου παράνομου τη φύση .

 

                                             Λεπτές κλωστές , ανάερος καπνός

                                             απ’ το τσιγάρο που αργοκαιει στο τασάκι ,

                                             το μήνυμα που άφησες και πως

                                             να το ακυρώσει το μεγάλο μου μεράκι ?

 

                                             Δεν θα τολμήσω πια να κοιμηθώ

                                             κοντά στο σχήμα που το σώμα σου αφήνει ,

                                             φοβάμαι πως τρελός θα πλανηθώ

                                             και θα νομίσω πως αόρατη έχεις μείνει .

                                           

2014-03-26 10:19

ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ

 

 

Ξέμειν’ απόψε μοναχή η τηλεόραση

Για ν’ αποκτήσει κάποιον ήχο η μοναξιά

Ένα τραγούδι μακρινό πικρό κι εφήμερο

Σε έναν τόνο που ραγίζετ’ η καρδιά .

 

Κάποια γκαρσόνια καταβρέχουνε τα κράσπεδα

Κάνουν τσιγάρο και ξελύνουν το παπιγιόν

Κι ύστερα ήσυχα μετρούν φιλοδωρήματα

Αναθυμιουνται ποσά πήραν κι από ποιον

 

Λύνει τ’ αχτένιστα μαλλιά της η αγράμπελη

Και το κορμί της ανασαίνει μυρωδιές

Όλα τα ίδια κι απαράλλαχτα μου θύμισαν

Μιαν άλλην άνοιξη σε άλλες εποχές

 

Σύντροφοι γίνονται τ’ ωραίο και το μίζερο

Το αγοραίο το μεγάλο το μικρό

Νύχτα βαθιά και κάποιοι ίσκιοι αργοσερνονται

Σ’ έναν ατέρμονο κι ανίερο χορό .

 

Ύστερα πάλι η τηλεόραση με ξύπνησε

Κρότοι πολέμου και εικόνες ζοφερές

Κάποια παιδιά π’ αναζητούσανε τις μάνες τους

Αεροπλάνα και εκρήξεις και φωτιές .

2014-03-26 09:49

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΚΛΗΣΗ

                                          

 

                                                      Λίγη βροχή

                                          στου καπέλου σου το γείσο

                             κρατάει το ίσο μπρος σε χαλεπούς καιρούς

                                που μας φίλεψαν φωτιές και κεραυνούς

                                           Η ματιά σου με πληγώνει

                                                μα δεν με εξιλεώνει

                            Μην κρίνεις πια πράξεις , λόγια και εικόνες

                                        δεν μας πρέπουν Παρθενωνες

                                                     Μη με κοιτάς

                        εγώ ασάλευτος θα ζήσω για να τους ξανακερδίσω

                                                     Μη με κοιτάς

 

                                                   Αλλού κι αν πας

                                         το κορμί σου εδώ θα λιώνει

                                 πάνω στο χιόνι που με αίμα το κεντάς

                                 και τα έργα μας σπυρί - σπυρί μετράς

                                              το βλέμμα σου σώνει

                                             μα περίσσεψαν οι πόνοι

                                 Μη δίνεις πια συμβουλές λαθών αιτίες

                                            δεν σου πρέπουν εξορίες

                                                     Μην αλυχτάς

                                            σαν τον λύκο το φεγγάρι

                                            γίνε ελπίδα να μας πάρει

                                                    Να μας κοιτάς

 

2014-03-26 09:27

Ι Α Μ Α Ι Κ Η

                                                       

 

                                          Τριγμοί στων φτωχών τις σκεπές ,

                                          Τριγμοί σαν ο ήλιος ψηλώσει .

                                           Ρούμι , ζαχαροκάλαμο , φωτιές σ’ ακρογιαλιές

                                           κι η αγάπη μου που πάει να με εξοντώσει .

 

                                           Γυμνή η κρεολ μου γελά

                                           κι ο Jouny μου στρίβει τσιγάρο

                                           Ναι μα του Τρίτωνα το μαύρο φουγάρο

                                           τις αμαρτίες μου αμανάτι αφήνω εδώ .                                 

                                         

                                           Τριγύρω μου γαλάζιος ουρανός .

                                           Βαθύ το πράσινο στης θάλασσας το κύμα .

                                           Το απομεσήμερο θα φύγω κι είναι κρίμα ,

                                           μα θα γυρίσω , μη λυπάσαι , σε φιλώ .

 

                                           Γερτός στην υγρή κουπαστή .

                                           Σοφός , όσο ήμουν στη κούνια!

                                           Θυμός , λυγμός κι η ανάγκη που με στρέφει να δω

                                           τους κάβους μούσκεμα να σέρνονται στα μπούνια .

 

                                           Τριγμοί στων φτωχών τις σκεπές .

                                           Τριγμοί στο κορμί μου που φθίνει .

                                           Τραβώ της ganjha τον καπνό μα κέφι δεν μου δίνει

                                           καθώς με παίρνει μακριά σου το νερό .

2014-03-26 09:19

Ε Λ Α

                                                           

 

                                              Αργεί να φέξει και θαρρείς

                                              δεν θέλει το ξημέρωμα

                                              να σιγουρέψει της Αυγής

                                              το σηρικό φανέρωμα.

 

                                              Σίμωσε , πάρε μ’ αγκαλιά ,

                                              όπως ‘δω να αγκαλιάζονται

                                              το θαλασσακι κι η στεριά

                                              και με βουή ανταριάζονται .

 

                                              Από την γύμνια στην ντροπή

                                              κι απ’ την ντροπή στο δόσιμο ,

                                              σύνταχα να ‘ρθεις να με βρεις

                                              με το φιλί σου πόσιμο .

 

                                              Μ’ αν το φιλί σου είναι πικρό ,

                                              βαμμένο μεσ’ τα αίματα ,

                                              πάλι εγώ το « σ’ αγαπώ »

                                              δεν θα στο πω στα ψέματα .

2014-03-25 22:40

ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ

 

 

Μάκρυνες ,

όπως μάκραιναν τα καράβια

που σ’ άφηναν στους ντοκους μοναχη ,

μαζί τους παίρνοντας την λάμψη των ματιών σου

και στων χειλιών σου τις ακμές

αφήνανε της πίκρας τον αχό .

 

Λύγισες ,

όπως λυγίζουνε τα δέντρα

στ’ ανέμου την μανία την τρελή ,

μα δύναμη δεν είχες πια για να ορθωθείς

κι έμεινες κάτω ένα κατάξερο κλαδί

που βρύα του στολίζουνε την κόμη .

 

Μ’ άφησες ,

όπως αφήνουν τα πουλάρια ,

στα ήμερα λιβάδια , λεύτερα να πηδούν ,

μα η τριχιά της σύνεσης μου σκλάβωνε τα πόδια ,

Αμάχη Δώρο του θεού ,παράπονο του Νου .

 

Μα είμαι εδώ και σε θυμάμαι ,

θα ειμ’ εδώ παντοτινά ,

μεσ’ απ’ την πίκρα της ματιάς σου ,

μεσ’ από όλα τα παιδιά σου ,

μεσ’ από σενανε εγώ .

2014-03-25 13:21

ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ

 

 

Σύρε και φόρα τα καλά τα γιορτινά σκουτιά σου ,

μα μην αργήσεις , βιάσου , η ώρα δεν περνά .

 

Φτιασίδι βαλε στων ματιών τα βλέφαρα κι ακόμα

στ’ ολόλευκο σου σώμα , πολτό των μελισσών .

 

Τα χείλια βάψε κερασιά και τις πατούσες κίνα ,

στην μπόλια δέσε εκείνα του χρυσαφιού μαλλιά .

 

Το στήθος σου ζώσε , καλή , σφιχτά με το σωκαρδι ,

το ξομπλιαστό του υφάδι να κρύψει ο,που ποθεί .

 

Κομμάτι μοσχοκάρυδο τρίψε πισ’ απ’ τα αυτιά σου ,

να με βρει η μυρουδιά σου , προτού την χάρη δω .

 

Μη μου αργείς , δεν το μπορώ , τα μάτια μου πληγώνω ,

της μοναξιάς τον πόνο στην μάννα σου θα πω .

 

Αν πάλι η μάννα σου η τρελή δεν θέλει να σε δώσει ,

την καμα μου θα νιωσει , του Χαρου την βολη .

 

Τι αν με βρει ο Αυγερινος εδώ ξημερωμένο ,

στον θάνατο πηγαίνω μα όχι μοναχός .

2014-03-25 13:15

ΕΝΤΡΟΠΙΑ

         

 

Βελούδο από Βυζαντινή μου χάρισες πορφύρα

πρώτη φορά σαν άγγιξα το δέρμα σου γυμνό .

Τις Θεωρίες άπλωσες στα πόδια μου και πήρα

κείνη που μου είπ’ η απαντοχή «θε να βγει σε καλό» .

 

Γιατί καλό? Γιατί κακό ?

σφιχτοδεμένα είναι!

Γιατί ν’ ανταριαζόμαστε στην κάθε ανασαιμιά ?

είναι μια σπίθα που γεννάει την πυρκαγιά .

 

Χωρώ σε μια χαραματιά , μα δεν χωράει ο τόπος

τον Λογισμό , το Αίσθημα , τον Πόνο , την Οργή

και ειν’ αυτό απόδειξη , μου μοιάζει να ‘ναι όπως

το γάλα που σου άρμεξα να το σκορπάς στη Γη .

 

Γιατί θρηνώ ? Γιατί γελώ ?

γιατί ελπίδα ψάχνω ?

γιατί του φόβου κέντρισμα η κάθε Αλλαγή ?

Κερδίζω , χάνω μα πατώ γερά πάνω στη Γη .

 

2014-03-25 13:09

Δ Ε Ν Κ Λ Α Ι Ω

                                                    

 

                                           Δεν κλαίω τις πίκρες της ζωής

                                           θα κλάψω σαν τελειώσουν ,

                                           κρατώ στ’ αφάλι τον δεσμό

                                           λυκορνια κι αν με ζώνουν

                                           ποθώντας να τον κόψουνε.

                                           Οι πίκρες μου.

                                           Οι αγάπες μου.

                                           Το έχει μου.

                                           Το βιος μου.

 

                                           Δεν κλαίω αυτούς που φύγανε

                                           κλαίω τους που ξεμειναν .

                                           Γυρνώ τον κόσμο μοναχός ,

                                           έρημος τον ξοφλάω

                                           να τον γνωρίσω θέλοντας .

                                           Με το καλό .

                                           Με το στανιό .

                                           Με κόπο.

                                           Με αμάχη.

 

                                           Δεν κλαίω γιατί μαράθηκα

                                           στο πέρασμα του Χρόνου .

                                           Αν ειν’ ο Χρόνος μάστορας

                                           και ξέρει να μ’ οργώνει ,

                                           θα ξέρει σολομωνικές

                                           Για την Χαρά ,

                                          Την λύπη μου ,

                                          Τον Πόθο ,

                                          Τον Καημό μου .

      

2014-03-25 12:52

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Σε φεγγαρόλουστη γιορτή, σ’ αρχαίο πανηγύρι

μεσ’ στην χαρά πως έρχεται το όγδοο φεγγάρι

εκεί σαν να συνάντησε η μέλισσα την  γύρη

πετώντας από λουλουδιού, σε λουλουδιού την χάρη .

 

Κι ήταν τα χείλη κόκκινα, τα μάτια μενεξέδες

τα δάχτυλα σου ήταν ζεστά, στα χέρια μου που τα ‘χα

και το κορμί σου ώριμο σαν φρουτ’ απ’ τους μπαξέδες

όταν μου πήρες την πνοή μ’ ένα φιλί μονάχα

 

Θέλω να σ’ έχω αλλά πως που μοιάζεις του Ονείρου

που φεύγει με το ξύπνημα, σαν πάχνη στον αγέρα

κι αφήνει μόνο μια γλυκιά ανάμνηση τ’ απείρου

κι ένα παράπονο βαθύ να τρέμει στον αιθέρα

 

Σε φεγγαρόλουστη γιορτή, τα μάτια μου σαν κλείνω

φεύγω πετάω κι έρχομαι σε σενανε σαν ξένη

να ξαναζήσω άλλη μια  στο πανηγύρι εκείνο

που είναι όλα φωτεινά κι ο θάνατος πεθαίνει .

2014-03-25 12:40

ΓΟΡΓΟΝΑ

 

 

Στο γαλάζιο της θάλασσας και σε σίφουνα πάνω

Διαφεντεύω τα κύματα με φανό κι αστρολάβο

Πήρ’ αιώνες ατέλειωτους όσο να καταλάβω

Πως για σένα ξεκίνησα κι από σε θα πεθάνω .

 

Πολιτείες καμένες θα μυρίζει το σώμα σου

Και θυμάρι του λόγγου π’ ερωτεύεται μέλισσα

Του φιλιού σου το μέλι κολασμένα το θέλησα

Και την γεύση που αφήνει το ανέραστο στόμα σου

 

Χρυσοστόλιστο άρμα με γιορντάνια το στήθος σου

Και τα λιομαυρα μάτια σου σκοτεινά , νυχτωμένα

Στο σκοτάδι του τρόμου τους θα τραβήξουν και μένα

Περατάρη που θέλει να δεθεί με τον μύθο σου .

 

Το σκαρί μου στο χέρι θα κρατήσεις παράταιρα

Κι όσα έκανα κριματα θα περάσουν εμπρός μου

Η φωνή σου ικέτισσα: «Μιαν απάντηση δώσ’ μου»

Και θα τρίξουν συθέμελα της κουβέρτας τα πάτερα .

 

Κι όπως όταν ξεκίνησα με απόφαση μόνη

Όσα σου ‘πανε ψέματα με αλήθειες να σβήσω

Το τρανό βασιλόπουλο πως δεν ζει θ’ απαντήσω

Μα ελπίζω σ’ Ανάσταση σαν γυρίσουν οι χρόνοι

2014-03-25 12:25

ΒΡΑΥΡΩΝ

 

 

Η Σελήνη ασημώνει τα φύλλα της λεύκας .

Η νύχτα , ανάσκελη , λιποθυμά .

Τα μικρά συννεφάκια αλαργεύουν ,

σαν ψυχές πεθαμένων που υψώνονται

πάνω απ’ την πόλη που κοιμάται βαθιά .

Πλήθος τα δέντρα δεσπόζουν στον τόπο ,

αιώνιοι στέκονται Συγκλητικοί .

Ρωγμές και χαράκια η πίκρα απλώνει

Στ’ ασημενιο της πρόσωπο - καπνόφυλλου αφή .

Το αόρατο αηδόνι ανάερα χτίζει

πύργο κρυστάλλινο ,

μελωδία Ζωής .

Φωσφορίζει η χαρά του , τον αέρα μυρώνει

με το άρωμα που ‘σταξε απ’ το στήθος της Γης .

Των προγόνων τα μάρμαρα κουβαλάνε οι λόφοι

που ακούραστοι εργάζονται μεθοδικά ,

να γεννήσουν λουλούδια ,

να ντυθούνε την χλόη ,

να χαϊδέψουν ορίζοντες ,

να σκεπάσουν νεκρούς .

 

Τους παππούδες μου γνώρισα !

Νατοι με συντροφεύουν !

Θα ‘ναι ‘δω όσο μάτια θα υπάρχουν πελώρια ,

την εικόνα - στιγμή να δεσμεύουν .

2014-03-25 00:48

ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΣ

Μοιρασες τον λογο σαν ψωμι

Να χορτάσεις την πείνα

Άγγιξες μ’ αγάπη το κορμί

Και ολάνθιστα κρίνα

Στην καρδιά μου ξυπνήσανε

 

Τράβηξες μιαν ίσια χαρακιά

Και την έκανες δρόμο

Ξόρκισες την ώρα την κακιά

Εφιάλτη και τρόμο

Η ψυχή μου δεν γνώρισε

 

Ξόδεψες κοπίδι και σφυρί

Να λαξέψεις την πέτρα

Είπες πως το χέρι μπορεί

Να ορίσει τα μέτρα

Που η φύση σου δίδαξε

 

Άφησες στη μέση την σκηνή

Που σου φάνηκε ψέμα

Μα παλάμη ποτέ αδειανή

Και παράκλησης βλέμμα

Πεινασμένα δεν έδιωξες

 

Χτύπα τις χορδές σου φως μου

Χτύπα τες καλά

Έναν τόνο βαθύ τώρα δώσ’ μου

Να με πάρει απαλά

στο γιορτάσι του κόσμου.

Χτύπα τις χορδές και πέρνα

Χτύπα τες καλά

Της σιγής να τοξέψεις την φτέρνα

Που αγάπες χαλά

μ' αντοχή τις ελπίδες μου κέρνα.

2014-03-25 00:15

ΑΝΤΙΟ

Κλωνί που λύγισ’ απ’ το βάρος του καρπού

μοιάζει το χέρι σου στην άκρη της προβλήτας

Και το κεφάλι σου, το σύμβολο μιας ήττας

που ‘ρθε και θρόνιασε στην κάμψη του λαιμού

 

Υγρό το βλέμμα σου, το μάτι αναζητά

λίγο καθάριο στην θολούρα των δακρύων

για να διαβάσει άλλη μια το "Αμφιτρύων"

για να μισήσει την προπέλα που γυρνά

 

Άδειο το στήθος στην ορφάνια του χαδιού

Φουσκώνει ξάφνου με το ύστερο αντίο

Άραγε πότε θα βρεθούμ’ εμείς οι δυο

Ρωτάς τα’ απόνερα του άδειου λιμανιού

2014-03-25 00:09

ΑΝΑΙΡΕΣΗ

                            

 

Σκοτάδι εσύ μου έταξες μα εγώ με φως το σκίζω

και πίσω σου γυρίζω την κάθε μου στιγμή .

Φαράγγι σκάβει ο ποταμός της γνώσης στην ψυχή μου ,

στην όχθη του-ΖΩΗ ΜΟΥ-χρυσάφι αναζητώ .

 

Παγιδευμένος μοναχός στου κόσμου τα αλώνια ,

δω και χιλιάδες χρόνια , σε ψάχνω ενεός .

Λογίζομαι για γνωστικός , μα από τρέλα ξέρω

και κάθε τι που φέρω στο τέλος το πετώ .

 

Τυλίγω με προστακτικές τις ανεπάρκειες μου ,

γυμνός μπρος στις ντροπές μου γεύομαι τον καρπό

μα ο καρπός είναι γλυκός λωτός και σε ξεχνάω

και δίπλα σου περνάω ανίδεος , κενός .

 

Σαρκάζω τα υπάρχοντα , γελώ με τα τυχαία ,

φαλλούς για υπερβραχαια στήνω για να σε βρω .

Για να σε βρω και τότε τι ? Πως θα καλωσορίσω

αυτό που δεν περίμενα ? Πως θα γυρίσω πίσω ?

2014-03-24 22:22

ΑΜΦΙΑΛΗ

                   

 

 

Όταν σχολάει απ’ την δουλειά τα βήματα του

τον οδηγούν όπως παλιά στην Αμφιάλη

εκεί που ζήσανε για λίγο τα όνειρα του

σαν τα παιδιά που δεν γευτήκανε αγκάλη

 

Μικρή αυλή , μόνο μια γλάστρα απομένει

όπου φυτέψατε μαζί μια βιγωνια

τώρα λυγίζει μοναχή  και μαραμένη

όπως μαράθηκε η αγάπη με τα χρόνια

 

Το σπίτι άδειο σκοτεινό

κανείς στο έρημο στενό και από πέρα

ένα πατζούρι που χτυπά

τον χρόνο μοιάζει να κρατά με τον αέρα

 

Πάντα τα βράδια που σχολάει από συνήθεια

ο νους του τρέχει στο παράξενο σου βλέμμα

Πόσο μοιραία η Αγάπη του Αλήθεια

αυτή που νόμιζες εσύ πως ήταν ψέμα .

 

Τ’ αστέρια πάνε να σβηστούν

δυο ξένα μάτια τον κοιτούν καθώς γυρίζει

εκεί που τ’ Όνειρο ξανά

με παραμύθια αληθινά τον νανουρίζει .

 

 

Στον φίλο μου τον Σωκρατη που κατάλαβε πως για να μάθεις ν’ αγαπάς πρέπει πρώτα να μάθεις να φεύγεις .

2014-03-24 22:13

ΑΚΟΥ

 

 

                                                          Ακου λοιπόν μια και καλή ,

                                                          την ξύλινη μου την στολή πριν να με ντύσουν .

                                                          Τριάντα αργύρια χρυσά ,

                                                          νύχτα βαθιά , στα μουλωχτά ,θα σου μετρήσουν .

                                                          Για να σε πιάσουν φίλο τους

                                                          μα θα σε κάνουν  σκύλο τους ,θα σε νοιαστούνε ,

                                                          γιατί ‘ναι δύσκολο πολύ ,

                                                          τους μοιάζει ξύδι και χολή να μοιραστούνε

                                                          αυτά που μόνο με κλεψιά

                                                          η με αδίκου μοιρασιά τώρα κατέχουν .

 

                                                          Γύρνα και δες τους , σκιάζονται ,

                                                          αυτούς που γι’ άλλα νοιάζονται που δεν αντέχουν

                                                          του κόσμου όλα τα μικρά

                                                          και που ποτέ τους τόσο δα δεν ξαστοχάνε .

                                                          Μα με περίσσια απαντοχή ,

                                                          σαν τα σκυλιά μες τη βροχή τους αλυχτάνε .

                                                          Λες και το ξέρουν , οι τρελοί ,

                                                          πως θα ‘χουν διαφορά καλή , πως θα τους μείνει

                                                          αυτό που τόσο πόθησαν

         και μ’ αίματα το πότισαν : Δικαιοσύνη .

2014-03-24 18:45

TOY KOΣΜΟΥ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

 

 

                                                                    Δώσε σε χέρι παιδικό

                                                                    Τον κόσμο για να παίξει

                                                                    Κι ασ' το να τρέξει .

 

                                                                    Κι αν πάνω στο παιχνίδι του

                                                                    Τον κόσμο τον αλλάξει

                                                                    Παίξε μαζί του στ’ Όνειρο

                                                                    Κι ο κόσμος θα ‘ν’ εντάξει

 

                                                                    Γράψε στην φλούδα , στο δεντρί

                                                                    Τ’ όνομα και τ’ αντίο

                                                                    Θα κάνει κρύο

 

                                                                    Κι αν κάνει κρύο , μια γωνιά

                                                                    Θα ‘ναι ζεστή για σένα

                                                                    Ψωμί νερό και συντροφιά

                                                                    Σου τα ‘χω φυλαγμένα

 

                                                                    Ρίξε την πέτρα που κρατάς

                                                                    Στης θάλασσας την άκρη

                                                                    Και ένα δάκρυ

 

                                                                    Κι αν καιει το δάκρυ τι μ’ αυτό

                                                                    Στην θάλασσα που εχαθει

                                                                    Μια σταγόνα στις πολλές

                                                                    Νερό είναι κι αλάτι

2014-03-24 15:28

H ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΛΟΠΗ

                

 

Ξέρω πως θα ΄ρθω να σε βρω μετά από κάποια χρόνια

όντας φτωχός όσο ποτέ σε έργα και σε λόγια .

Εσύ θα περιφέρεσαι σε σκιερά υπόγεια

και δεν θα βλέπεις ροδανθούς στης Άνοιξης τα κλωνια .

 

Θα να σταθουμ΄ αντικριστά κι η σκόνη στον καθρέφτη

για σε σαν άγραφο χαρτί θα ειν΄ όπως και τότε .

Το δάχτυλο θα γράψει εκεί  « Αγαπημένε , ως πότε ?»

κι ύστερα μια διαγραφή και να , η αυλαία πέφτει !

 

Μα θα προλάβω να το ‘δώ προτού καν η ντροπή

κι η θύμηση π΄ ανέβηκε σαν κόμπος στο λαιμό ,

το χέρι σου οδηγήσουνε στην δεύτερη κλοπή .

 

Ωστόσο κρύα ταραχή με πνίγει σαν θηλιά ,

μην και ξανά ανήμπορος μείνω να σε θωρώ

κι όπως την πρώτη τη φορά δεν βγάλω ούτε μιλιά .

2014-03-23 23:23

H ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΟΥ

 

 

Σιντέφι απλώνεις τα μαλλιά στο μαξιλάρι

χιλιάδες χρόνια τώρα όπου γης

και να πνιγείς στην ηδονή και στην κραιπάλη

σου έταξαν

 

Μύρια τα τόξα κι οι καμπύλες στο κορμί σου

φτιαγμένο λες για τα σεντόνια τα κρουστά

τα κατορθώματα σου ξακουστά

και βρώμικα

 

Ο άντρας πάντα να σου δίνει την ορμή του

μετά το σπέρμα την ντροπή του να τρυγάς

τούτα τα δώρα στα κρυφά να τα φυλάς

γι΄ αργότερα

 

Ρωγμή της γης φυντάνια φορτωμένη

λίκνο της κόλασης παράδεισους κοιτάς

όλο το βιος σου κι είναι λίγο το χρωστάς

στην άφεση

 

Το δόσιμο σου τώρα το ΄ χεις ξεχασμένο

κρύβει πολλά τούτη η θολή σου η ματιά

η σάρκα σου βορά για τα σκυλιά

μα η ψυχή σου αγγέλων κούνια.

 

Τέλος σε βλέπω σε καφάσια καθισμένη

στην Ευρυπιδου και σε προσπερνώ σκυφτός

εγώ αστός και συ δασκάλα μου

στην άκρη πεταμένη....

2014-03-23 14:45

H K Ρ Α Υ Γ Η

 

 

 Ζεις το Σήμερα όπως το Xτες

Δεν αντέχεις και θες

Στην καρδιά του Ονείρου να φτάσεις .

Αμφιβάλεις για όλα και λες

«Δεν αξίζει να κλαις !

Αγαπάς και γι΄ αυτό θα ξεχάσεις !»

 

Περιμένεις πως θα ΄ ρθει καιρός

Όπου κρότος κι αχός

Ολ΄ αυτά που μισείς θα χαλάσει .

Μα φοβάσαι να βγεις μοναχός ,

σαν σπαθί , σαν εχθρός ,

αν και ξέρεις , ταχιά θα βραδιάσει .

 

Ν΄ απορεί να μπορεί και να θέλει

είναι όλα απλά και χωρίς

του Νεμρωδ να τον φτάνουν τα βέλη

θα ξαναβγει στο χάος νωρίς .

 

Νυχτωμένα , τριγύρω σιγή .

Το ξημερωμ΄ αργεί ,

λίγο φως λαχταράς , λίγο δυόσμο .

Μια αόρατη τρόμου φραγή ,

της χαράς αρπαγή ,

δεν σ΄ αφήνει ν΄ αλλάξεις τον κόσμο .

 

Του ορίζοντα βρόγχος σφιχτός ,

ο Καιρός ο κακός ,

του ουρανού που σου κρύβει το χρώμα .

Μ΄ από τούτα τα τείχη εκτός

λάμπει ο Ήλιος καθώς

που τα κρίνα βυζαίνουν το Χώμα .

 

Ξημερώνει και μ’  αίματα βάφει

τα βουνά και τους κάμπους η Αυγή .

Ιστορία διδάσκουν οι τάφοι ,

μα Ζωή σε διδάσκει η Κραυγή .

2014-03-23 03:15

H AΛΑΒΑΣΤΡΙΝΗ (Τραγουδι μεσα σε τραγουδι, Δημοδες)

 

 

Η μουσική λάγνα κι αργή

Στόχος λιγνό , γυμνό κορμάκι .

Φαντάζει εκεί χρυσοχορδη ,

στάζει γλυκό , γλυκό φαρμάκι .

 

Γέρνει δεξα , γέρνει ζερβά ,

νότα τη νότα με κερνά

μέλι , κρασί και λάδι .

 

Μοιάζει λοτός π΄ άνθη πετά

και ποταμός π’ αναζητά

της θάλασσας το χάδι .

 

Μα εγώ μισός στην άκρη μου ,

με συντροφιά το δάκρυ μου ,

πικρό τραγούδι πιάνω :

 

Γυναίκα απ’ Αλάβαστρο

στα μάτια σου κρυμμένο

τον ουρανό τον έναστρο

γυρεύω το καημένο .

 

Κι είναι τα μάτια φυλακές ,

τα χέρια δάδες για να καις

την έρημη ψυχή μου .

 

Μάγισσα που με γήτεψες ,

δική μου όντας ως τα ψες ,

σήμερα μ’ αποσώνεις .

 

Αλλού κοιτά η πλώρη σου

και μ’απονια το δόρυ σου

στο στήθος μου καρφώνεις .

2014-03-22 11:24

G . T . I .

                              

 

                                Φώτα που δίνουν στην αλήθεια άλλο χρώμα ,

                                 σκληρές λεπίδες της ανάγκης του φτωχού

                                 οι άλλοι να σε προσπερνούν από παντού

                                 σίγουρο τέλος , φρέσκια σάρκα για το χώμα .

 

                                 Δώρα προσμένεις απ’ του βελονιού την άκρη .

                                 Καρτέρι στήνεις στην φλεβιτσα και χτυπάς .

                                 Χιόνι που καίει και ξινό από λεμόνι ,

                                 λάστιχο σφίγγεις , τρίζεις δόντια , δεν πονάς .

 

                                 Πατάς γερά τώρα στου Ονείρου σου τους δρόμους .

                                 Ποιος ξέρει άραγε τι άτι καβαλάς !

                                 Άσπρες κλωστές πάνω στις άκρες των χειλιών σου ,

                                 βλέφαρα κόκκινα , φαρμάκι της Χαράς .

 

                                 Αρματωμένος με το θάρρος του χαμένου ,

                                 ξωπίσω σέρνεις ένα σμάρι αμαρτωλούς ,

                                 ειν’ όλοι εκείνοι που σε πήραν στο λαιμό τους ,

                                 ειν’ όλοι αυτοί που άλλοι θέλουν πιο πολλούς

2014-03-22 07:37

Π Α Ρ Α Δ Ο Χ Η

 

 

Παράτησες στην άκρη τα πανό

με τα συνθήματα που σε φωνάζουν ψεύτη ,

οι αντοχές σου ξέφτισαν ,

οι ενοχές σου σ’ έφτυσαν

και συ να στρώνεις την γραβάτα στον καθρέφτη .

 

Ο γιος σου αδιάφορος περνά ,

η θυγατέρα σου φριχτά παγιδευμένη

ξεπούλησες τα ανείπωτα

και δεν χρωστάς πια τίποτα

ειν’ η ξεφτίλα σου κασμίρι στολισμένη.

 

Γυρνάς μ’ αμάξια αστραφτερά ,

των νεοτέρων τα φτερά

τα κουτσουρεύεις αν και νιώθεις στην ουσία

πως το ψαλίδι που κρατάς

είναι της ίδιας της σειράς

μ’ αυτό που μάτωνε παλιά και την δική σου Φαντασία.

2014-03-21 23:51

1 9 5 5

                

 

       Λίγα λουλούδια αληθινά

και μια ψωμιέρα ,

το νυχτικό μπαμπακερό

και μια γκαζιέρα ,

ένα κρεβάτι στη γωνιά

κι ένα φανάρι ,

έξω λυσσάει η βροχή

που θα σε πάρει .

 

Ειν’ του ραδιόφωνου ο ήχος

που μου μένει ,

στον νεροχύτη η βρυσούλα

που σε πλένει ,

Ο βήχας σου που μοιάζει

αλληγορία ,

βαριά βρισιά , φτηνός καπνός

και απορία .

 

Ρούχα πλυμένα , μαλακά

μα μπαλωμένα .

Λίγες δραχμές και τα τσιγάρα

αφημένα .

Στο μεροκάματο που ουδέποτε

θα φτάσει ,

κάνεις επίκληση ο Γιος

να μη σου μοιάσει .

 

Ειν’ ένα φως τώρα

που λιώνει την μορφή σου

κι οι αναμνήσεις

που γλυκαίνουν την ψυχή σου .

Τραύμα και πόνος και καημός

και πως αλλάζεις!

Είναι τα χρόνια που περνούν

και που τους μοιάζεις .

2014-03-21 23:22

F E M I N A

Για μιαν ιδέα ελαφρά πιεστική

και μια τρελή διχογνωμία σαν μια ζάλη

ήρθα να σε ΄βρω λες και ήσουν κάποια άλλη

ήρθα να σε ΄βρω για να δω αν θα ΄σαι εκεί

 

Λίμνες τα μάτια σου τα ονειροσκεπη

νύχτες ατέλειωτες θαρρείς δεν ξημερώνει

μαβιά ματόκλαδα , ίδια «μη με λησμονει»

υγρά ,βαριά ,βαμμένα κι όμως ασεβή


            Τόνοι της τρέλας στων χειλιών την μουσική

            όλο καμπύλες αν και λίγο γερασμένα

            πως δεν ανοιξαν για να πουν έστω ένα ψέμα

            δεν είναι άλλοθι μηδέ κι απαντοχή

 

τούτη την ώρα είσαι κοντά μα όλο φεύγεις

             σαν το νερό ,σαν την ανάσα την στερνή

             ειν΄η Αγάπη άραγε αυτή που σ΄οδηγει

             η ειν΄το φύλο μου αιτία και με ψέγεις

 

 Χοντρές σταγόνες η βροχή και όλο πέφτει

              χάνω τους στόχους μου και τις στρατηγικές

              δεν ειπώθηκαν πλέον λέξεις μαγικές

              παντιέρα ο λόγος μου και κρέμεται σαν ξέφτι

 

  Τώρα σε ξέχασα γιατί δεν με συμφέρει

               να κουβαλάω αμαρτίες αλλονων

               των ερινυών ν΄ακουω συρίγματα βελών

               και τη σελήνη να μου δείχνει άλλο ταίρι

 

   Πάνω στις άκρες των τειχών της Ιεριχούς 

   προσμένω τρέμοντας τις σάλπιγγες να ηχήσουν

               θα΄ναι μια λύση και θα μου ξαναθυμίσουν

               -γλυκιά η Ελπίδα- με το «πάλι» της ηχους.

2014-03-21 19:17

ΤΟ ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙ ΜΕ ΤΙΣ Χ ΠΟΡΤΕΣ

 

      (THE CHAMBER OF X  DOORS)

 

 

Πρώτα στεκόμουνα εκεί στης σκάλας την κορφή

Και έβλεπα μόνο , όλον αυτόν τον κόσμο

Να τρέχουν πάνω κάτω , ασταμάτητα

Πόρτες π’ ανοίγανε και κάποιους οπου χάνονταν πισω απ' το κλείσιμο τους

Κι άλλες μετά να τους ξερνάνε πάλι εκεί

Στο μπουντρούμι με τις 52 πόρτες

 

Είχα μπροστά μου δυνατούς ,που παίζαν στο παιχνίδι

Κι άλλαζαν το παιχνίδι ,

τους αγγιγμένους απ’ τον Μίδα

Τους άλλους , τους φτωχούς , τους είχα βάλει πλάτη

Αφού δεν είχαν θέση ,να πάρουν μια προσπάθεια

Μα όπως ο ζογκλέρ ελπίζει , είχαν κι αυτοί κάποιαν ελπίδα

στην επόμενη παράσταση του θριάμβου τους

Στο μπουντρούμι με τις 52 πόρτες

 

Μα εγώ είχα ανάγκη σε κάτι να πιστέψω

Και κάποιον να εμπιστευτώ .

 

Κι εμπιστεύτηκα πιοτερο τον ξωμάχο απο τον άνθρωπο της πόλης

Ειν’ ο ξωμάχος που μπορεί με μια ματιά μονάχα να σε κρίνει

αν έχεις δύναμη εμπρός του να σταθείς !

Κι εμπιστεύτηκα τον εργάτη που βλέπει τα έργα των χεριών του

Που μας κοιτάζει ειρωνικά καθώς καλά γνωρίζει

Πως το μετρούμενο θα είναι πάντα ένα : Το πώς να αποδράσεις

απ’ το μπουντρούμι με τις 52 πόρτες

 

Εδώ κάτω είμαι τόσο μόνος με τους φόβους μου

Και ό,τι νιώθω χάνεται πίσω από τις πόρτες που περνώ

Θέλω να γυρίσω πίσω .

Πάλι απ’ την αρχή

Πρέπει να βρω τον δρόμο .

Πρέπει να βρω τον δρόμο μου .

 

Κάποια στιγμή μου ‘πε ο Παπάς πως είναι κάποια πόρτα

που σ’ έξοδο σε βγάζει κι ο Μάγος τον συμπλήρωσε

κουνώντας τα φτερά του 

όλοι αυτοι με είπαν μ’ ένα όνομα

Ακόμα και αυτοί που κλεισμένοι ψάχνανε για τις ωραίες λέξεις

Ζερβά μου ο πατέρας μου , η μανά μου δεξιά

μαζί τους κι όλοι οι άλλοι ,

προς κάπου να μου δείχνουνε,

μα πουθενά εμένανε εδώ δεν μου αρέσει

στο μπουντρούμι με τις 52 πόρτες

 

Κι έχω ανάγκη σε κάτι να πιστέψω

Και κάποιον να εμπιστευτώ .

 

Κι εμπιστεύτηκα αυτόν όπου μιλούν γι’ αυτόν τα έργα του

Που όντας χωρίς σύνορα , σύνορα δεν φυλάει

Που αν διαλέξω ρότα , θα γίνει το ταξίδι μου

 

Μα εδώ κάτω , σε τούτο το μπουντρούμι , τόσες πόρτες!

Δεν μπορώ να κρυφτώ .

Δεν μπορώ να βρεθώ .

Δεν μπορώ να τον βρω Αυτόν τον άξιο αποδέκτη των ονείρων μου

Θα του τα δώσω δώρα σαν θα μου δείξει τρόπο για να βρω

την πόρτα που στον ήλιο θα με βγάλει ,

μακριά απ’ το μπουντρούμι με τις 52 πόρτες

 

 

 

Εμπνευσμένο από το “The chamber of 32 doors” των GENESIS .



Ο τίτλος αυτού του κειμένου οφείλει να αλλάζει κάθε που θα σημαίνει 12 μεσάνυχτα στις 31 Δεκεμβρίου στο τελος της χρονιας . Κάθε χρόνο άλλη μια πόρτα εμφανίζεται απ’ το πουθενά που με επιστρέφει στο μπουντρούμι μόνο που δεν είναι πια το ίδιο . Για παράδειγμα στις 00 της 1ης Γενάρη 2003 το μπουντρούμι θα έχει 53 πόρτες περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο τα πράγματα . Ας είναι όμως …

2014-03-21 16:47

Πες της πως μ’ είδες

Πες της πως μ’ είδες να σβήνω το κερί

Στην σκιερή μεγάλη αίθουσα του θρόνου

Πες της πως μ’ είδες

 

Πες της πως μ’ είδες να γέρνω νύχτα μοναχός

Και να τραβιέμαι άκρη για να ‘ρθει

Πες της πως μ’ είδες

 

Μα μη ποτέ της πεις πως μ’ είδες να κρυώνω

Και πως στα νύχια της με παίρνει η νυχτιά

Κάθε φορά που σβήνει η θύμηση της

Έστω μονάχα μια στιγμή

 

Πες της πως μ’ είδες να πέφτω στην σιωπή

Της κρύας αγκαλιάς του χρόνου

Πες της πως μ’ είδες

 

Πες της πως μ’ είδες σκυφτον στον δρόμο να περνώ

και λυπημένο μιαν καλησπέρα να ψελλίζω

πες της πως μ’ είδες

 

Μα μη ποτέ της πεις πως μ’ είδες πνιγμένο στο πιοτό

Με την Κλωθω για ένα μέτρο νήμα να μαλώνω

Κι η Λαχεση με στόμφο να γελάει μιας και το ξέρει

Πως κι άλλα τέτοια και χειρότερα είναι που καρτεράνε

 

Πες της πως μ’ είδες με τις Αρπιες να κοιμάμαι

Στο ίδιο το λημέρι του Διαβόλου

Πες της πως μ’ είδες

 

Πες της πως μ’ είδες ντυμένο με κουρέλια

και φτωχό να χάνομαι στο χιονοβροχι

Πες της πως μ’ είδες

 

Μα μη ποτέ της πεις πως μ’ είδες να γέρνω το κεφάλι

με εγκαρτέρηση και να υπομένω κάθε της μοίρας καμτσικιά

για ένα τέλος , σ’ όλα αυτά . εκλιπαρώντας , μιαν φυγή

που θα με βγάλει oπου ‘ναι η Άνοιξη και κάνει τα κουμαντα

 

 

Πες της πως μ’ είδες να κρύβω αναμνήσεις

Πίσω από κάθε λέξη που θα πω

Πες της πως μ’ είδες

 

Πες της πως μ’ είδες να λιώνω από άγνωστο χτικιό

Και είδες στα μάτια μου να λάμπει σαν άστρο θυμωμένο ο πυρετός

Πες της πως μ’ είδες

 

Μα μη ποτέ της πεις πως μ’ είδες να φεύγω τελικά

Την Άβυσσο διαλέγοντας για νύφη σε γάμο μ’ αίματα βαμμένο

Πες της πως μ’ είδες να γελώ στο κέντρο μιας ευχάριστης παρέας

Μα μη ποτέ της πεις πως πια ο χρόνος για εμέ έπαψε να διαβαίνει .

2014-03-21 15:50

Ο Στρατηλάτης Πόνος

 

Έσκυψες ταπεινά το κεφάλι μπροστά του,

υποκλίθηκες !

Εκείνος σπλαχνικά,

χωρίς καν να διστάσει

σου είπε : «ακολούθα με μέσα»

Και αμάρτησες

Όντας «εγνωσμένης αξίας άνθρωπος»

από σένα τον ίδιο

μα κι απ τους άλλους λιγότερο καθόλου !

 

Πίσω από «φύλλα συκης» και από ντροπής καμώματα,

τραβώντας και συρόμενος,

κρύφτηκες απ το μεγάλο Φως και χάθηκες

γι αυτό και τόσα χρόνια δεν πονούσες!

 

Πως δεν πονάς τούτο καθόλου δεν σκοτώνει την αιτία

 

Στους ύστερους καιρούς λοιπόν

Το Φως ήρθε και βρήκε τον καθρέφτη του

Στραμμένο πάντα κατά σένα

Εκείνη την στιγμή ήταν που το ειδες

μέσα στα μάτια του ειδώλου σου

Και στην εικόνα της Σοφίας που αξιώθηκες !

 

Κι αμάρτησες ξανά

Όντας «εγνωσμένης αξίας άνθρωπος»

Μα τώρα, μόνο από σένα

 

Έτσι του έδωσες κλειδί

Την πόλη την μεγάλη της ψυχής σου να κουρσέψει

Του Στρατηλάτη Πόνου

Και να στην επιστρέψει όπως στ Αλήθεια της αξίζει :

 

Καθαρή

 

Τούτο παράξενο δεν είναι

Μα βρες μου έναν

που το σπαθί του Ξαφνικού δεν τόνε θέρισε

Που το ταξίδι στην σπηλιά του δεν τον έμαθε

Που δεν του δρόσισε τον νου κρυστάλλινο νερό της Κασταλίας

Που η μάνα του η Γη δεν τόνε δέχτηκε στον ύπνο του μεσημεριού

Που πέτρα δεν τον έριξε μαθαίνοντας τον να την χτίζει

Κορμί που το κορμί του να ασφαλίζει

 

«Πόνα Σαν Να Αγαπάς

Είναι το μόνο γιατρικό

Μα είναι και φαρμάκι»

 

Τα λόγια του αυτά τον Νου σου έχουν στοιχειώσει

Μα η πόρτα της αγάπης είναι τώρα ανοιχτή

Κι Εκείνος στο κατώφλι της σου γνέφει

 

Έλα

 

Και –νιώθεις - είναι ο μόνος σύντροφος που δεν θα σε προδώσει

 

Για τούτο έσκυψες ταπεινά το κεφάλι μπροστά του,

υποκλίθηκες

Κι Εκείνος σπλαχνικά,

χωρίς καν να διστάσει

Σου είπε :

«ακολούθα με μέσα στην πόλη την μεγάλη της ψυχής σου

Την κέρδισες κι είναι δική σου»

 

2014-03-21 15:29

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΟΥ

 

Χτες βράδυ που ανταμώσαμε οι δυο μας στ Όνειρο μου

Κι απίθωσες στα πόδια μου το φως του φεγγαριού

Ασήμι κύκλο έδεσες την πέτρα την ψυχή μου

Με  χέρι έμπειρου πολύ τεχνίτη της Σινώπης

 

Γύρω τριγύρω παίζανε τον έρωτα οι μαινάδες

Κι οι νύμφες έσμιγαν τρελά με σάτυρους στ αλώνια

Κι ως τα τελώνια χούγιαζε ο φόβος της ζωής

Το σώμα σου με έφτανε αργά στα όρια μου

 

Σφιχτά κρατούσες το σπαθί της Δίκης στο ‘να χέρι

Μα τα άλλο χέρι αδειανό Ζυγό που δεν κρατούσε

Μονάχα κάπου μου δείχνε - ίσια στο φυλλοκάρδι

Εκεί που ανοιχτή πληγή αιμορραγούσε ακόμα

 

Μπογιά τρέχει στα μάγουλα μοιάζει να είναι δάκρυ

Κι ένα πικρό χαμόγελο πιότερο με τα μάτια

Και τα μαλλιά σου ανάκατα χωρίς ανέμου χτένα

Κόμποι πλεγμένα έμοιαζαν με χαίτη λιονταριού

 

Φοβήθηκα για μια στιγμή πως δεν θα μου μιλούσες

Πως δεν θ’ αξιωνόμουνα μιας κάποιας συμβουλής

Μα λύγισες το σώμα σου και κάθισες σιμά μου

Σαν κούραση να βάρυνε τους ώμους σου πολύ

 

«Δεν είμαι εδώ για συμβουλή ούτε για να σε κρίνω»

είπες με ψίθυρο αχνό σαν αύρα από σπηλιά

«μα θα ‘μ’ εδώ όσο εσύ με θέλεις και μ ορίζεις

μ έναν σκοπό παντοτινά μόνο να σ’Αγαπω»

 

2014-03-21 15:21

Επανάσταση

Έχεις το βλέμμα θηλυκού

Που αναμετράει τον άντρα

Στο μέτωπο σου χάντρα

Μαύρη χυτή την κόμη

 

Είν’ η αγάπη σου μικρή

όταν μπορείς να την μετρήσεις

μου έλεγαν τα μάτια σου

 

 

Έχεις τα μάτια μύγδαλα

Μαύρα και πυρωμένα

Σαν κάρβουνα αναμμένα

Λίμνες της αμαρτίας

 

Είν’ η αγάπη σου μικρή

όταν μπορείς να την μετρήσεις

ανάσανε το στόμα σου

 

Κορμί έχεις βεργολυγερό

Δέρμα του αλαβάστρου

Του ουρανού του ενάστρου

Μελιχλωρη βαφή

 

Είν’ η αγάπη σου μικρή

όταν μπορείς να την μετρήσεις

γράφει στα τόξα των φρυδιών σου

 

Η αγάπη μου θρόνιασε

στην κοίλη κόψη του λαιμού σου

Σαν ανάσα καυτή που ψιθύρισε «Άνοιξε»

Το λιοντάρι βρυχήθηκε μεσημέρι στην έρημο

Κι αψανα του απάντησε απ’ τα θαμνα η λέαινα

κι ύστερα πάλι απλωτή σιωπή

Σιωπή που την θύελλα γένναγε

μ’ ουρλιαχτά του θανάτου

 

Εσύ τότε , μοιραία κι ορφανή

άρχισες να μετράς την αγάπη μας

Και το φως μονομιάς το κατάπιε

Η αφέγγαρη σάρκα

κατασκότεινης νύχτας

Αναζήτηση στο site

Επαφή

Χαος και Λογος