Χαοτικος Ρομαντισμος
ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ
Το στόμα μου σε δίψασε πολύ , Δόξα μου
Το χέρι μου σου γιάτρευε το Σώμα .
Γέλαγες και αστράφταν οι ουρανοί
και ‘γω βασίλευα σε μια γωνιά
μα Φύτρα μου εσύ την είχες κάνει Κόσμο
Σ’ έπλασ’ ο εραστής μου Βασιλιά Κι ο κύρης μου Άντρα
Και αφρατευε το χώμα όπου φύτρωσες
Κατόπι τους ερχόμουνα κι εγώ, Κλώνε μου
και σου έριχνα τα φίλτρα της καρδιάς μου .
Κι ύστερα χτύπησε του Χάρου η καμπάνα
Κι χάθηκε ως και η τελευταία Αλεξάνδρεια
Γκρεμίζοντας συθέμελα ο,τι είχα χτίσει .
Κι έγινε ο κόσμος πάλι μια γωνιά
Και ύστερα κατάλαβα πως ότι ήταν να φτάσει , έφτασε
Και βρήκε το καινούργιο και σώθηκε σ’ αυτό
καθώς μια χρυσαλίδα στο φως του φεγγαριού
κι άλλοι τραφήκανε απ’ το μάθημα σου Μαθητές .
Ως και τα σήμερα .
Μα μόνο που θαρρώ πως eξέχασαν όπως τότε εγώ,
να σκεφτούν πως δεν στέργει των Άλλων ο φόβος,
μα σοφός σεβασμός και ένας τόπος για όλους κοινός
που ο καθένας να νιώθει δικό του .