Χαοτικος Ρομαντισμος
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΗΓΥΡΙΟΥ
Τώρα που σκόρπισ’ η βροχή αυτό το πανηγύρι
και οι μικρές γκαζολαμπες θα πα' να κοιμηθούν ,
θα μείνω εδώ κι ασάλευτος , θα βλέπω να περνούν
αυτοi που με κεράσανε κάθε πικρό ποτήρι .
Πρώτος θα έρθει ο Έρωτας χωρίς φτερά και βέλη ,
ξέροντας πια πως δεν περνά σε μένανε η ψευτιά
και θα μου πει - είναι σίγουρο - πως όλα τα χαρτιά
σημάδια είχανε κρυφά μα η καρδιά τα θέλει.
Ύστερα συσταζουμενη θα φτάσει η Φιλία ,
δεν θα κρατά στο χέρι της υπόσχεση καμία ,
μα μ’ ένα βλέμμα αόριστο , με μιαν ανασαιμιά ,
θα προσπεράσει παίρνοντας το δάκρυ μου για λεία .
Με το κεφάλι του ψηλά και συνοδεία μεγάλη ,
την Ειρωνεία σέρνοντας , κουβάρι , απ’ τα μαλλιά ,
ο φοβερός Εγωισμός , τακίμι απ’ τα παλιά ,
θε να μου δείξει , βρίζοντας , τα τρομερά του κάλλη .
Τέλος , καθώς τα βλέφαρα θα αρχίζουν να σφαλάνε ,
κι ο ύπνος ο ανεξυπνητος την πόρτα θα χτυπά ,
η Μοναξιά η συντρόφισσα , δειλά και ταπεινά
θα ψιθυρίσει μου στ’ αυτί « Την προσευχή σου κάνε» .